Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, Αγών ψυχής
Μόνος μέσα στου ονόματός μου τη φυλακή,
παρ' όλο τον ήλιο τον πλούσιο της ημέρας,
στενοχωριέμαι και νοιώθω τυφλός,
τη γλυκειά στερημένος ελπίδα του κόσμου.
Σύννεφο άυλης ποιότητας άχρονης,
μπαίνει στο σπίτι των θυρών κεκλεισμένων,
αλλάζοντας τη νύχτα σε παράδεισο,
φως, η γλυκειά ελπίδα του κόσμου.
Εκεί που δεν την περιμένεις, αναπάντεχα,
από τις άκρες στο σώμα των δαχτύλων εισορμά
ακμή ζωής και θάνατος ταυτόχρονα,
ανάσα, η γλυκειά ελπίδα του κόσμου.
Μες στην απόγνωση της κάθε μέρας ερωτώ,
το δέντρο που με την απουσία της σαραβάλιασε,
πώς διψασμένο να χορτάση μπορεί
ψωμί, τη γλυκειά ελπίδα του κόσμου;
(1952)
Από τη συλλογή Ποιήματα (Παλαιοντολογικά) (1988)
http://www.translatum.gr/forum/index.php/topic,6785.msg195570.html#msg195570#ixzz131HG8GJ1
Πέμπτη 21 Οκτωβρίου 2010
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Τι διάφανο και ταυτοχρονα γεμάτο ποίημα. Μιλάει για ό,τι σκεφτείς ότι μιλάει, αλλά αυτό το κάτι το σεμνύνεται και το αγαπάει πολύ...
ΑπάντησηΔιαγραφή