Η γνωστότερη μετά την “Πορταϊτισσα” θαυματουργή εικόνα του Αγίου Όρους είναι αρχαία τοιχογραφία της Παναγίας που βρίσκεται εξωτερικά στον ανατολικό τοίχο της τράπεζας και προς τα δεξιά της εισόδου της. Το 1664 ο τραοεζάρης Νείλος, που περνούσε τακτικά μπροστά από την εικόνα κρατώντας στο χέρι αναμμένα δαδιά για την υπηρεσία του στην τράπεζα, άκουσε μια φωνή να του λέει τα εξής: “Να μην ξαναπεράσεις από εδώ με δαδιά καπνίζοντας την εικονα μου”. Ο Νείλος δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία στη φωνή, η οποία όμως σύντομα ξανακούστηκε επιτιμώντας τον μοναχό και αφήνοντάς τον τυφλό. Οι αδελφοί άρχισαν να περνούν με πολύ ευλάβεια μπροστά από την εικόνα, της κρέμασαν ακοίμητο καντήλι και διέταξαν το νέο τραπεζάρη να τη θυμιάζει καθημερινά.
Ο τυφλός Νείλος περνούσε όλο τον καιρό του σε ένα στασίδι μπροστά στην εικόνα παρακαλώντας την Παναγία να τον συγχωρέσει και να τον θεραπεύσει, πράγμα το οποίο και έγινε, όταν, για τρίτη πλέον φορά, ακούστηκε φωνή από την εικονα, που πληροφορούσε τον Νείλο ότι η δέησή του εισακούστηκε και ότι στη δική Της μετά Θεόν προστασία και σκέπη θα έπρεπε στο εξής να καταφεύγουν για κάθε τους ανάγκη οι μοναχοί. Αυτή θα τους ακούει γρήγορα γιατί το όνομά της είναι “Γοργοεπήκοος”. Πολύ σύντομα το θαύμα αυτό και η υπόσχεση της Θεοτόκου έγιναν γνωστά σε όλο το Όρος και η εικόνα της αυτή έγινε παναφιορειτικό προσκύνημα.
Ο διάδρομος κλείστηκε και η εικόνα συμπεριλήφθηκε σε παρεκκλήσι που κτίστηκε προς τα δεξιά της. Τα θαύματά της είναι άπειρα και ειδικός “προσμονάριος” ιερομόναχος εξυπηρετεί τις ανάγκες των πολλών προσκυνητών.
Πέμπτη 30 Σεπτεμβρίου 2010
ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΓΟΡΓΟΫΠΗΚΟΟΣ
Τρίτη 28 Σεπτεμβρίου 2010
Φώτης Κόντογλου - Ὁ «Ἔγκλειστος» Ἅγιος Νεόφυτος ὁ Κύπριος
(ἀπὸ τὸ Ἀσάλευτο Θεμέλιο, Ἀκρίτας 1996)
Αὐτὸς ὁ ἅγιος ἤτανε βλάστημα τῆς μοσκοβολημένης Κύπρου. Γεννήθηκε στὰ 1134 στὸ χωριὸ Λεύκαρα, ποὺ τώρα τὸ λένε Κάτω Δρῦ, κοντὰ στὴ Λάρνακα. Ἡ Κάτω Δρῦ χτίσθηκε ὕστερα ἀπὸ τὴν κοίμηση τοῦ ἁγίου. Ἡ γενιά του λεγότανε Καταμούτηδες καὶ βρίσκεται ἀκόμα. Ἀπὸ μικρὸς ἤτανε διαλεγμένος ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ γίνει ἅγιος. Γιατὶ δὲν συνήθιζε σὰν τ᾿ ἄλλα τὰ παιδιὰ ποὺ παίζουνε καὶ διασκεδάζουνε, παρὰ ὁ μονάχος πόθος τοῦ ἤτανε νὰ ἀφοσιωθεῖ στὸν Χριστὸ καὶ τὴ θρησκεία του. Σὰν γίνηκε 18 χρονῶν, οἱ γονιοί του τὸν ἀρραβωνιάσανε. Μὰ ὁ Νεόφυτος ἔφυγε ἀπὸ τὸ πατρικό του σπίτι καὶ πῆγε στὸ μοναστήρι τοῦ Χρυσοστόμου στὸ βουνὸ Κουτζουβέντη. Ὕστερα ἀπὸ δυὸ μῆνες τὸν βρήκανε οἱ δικοί του καὶ γύρισε στὸ σπίτι τους, μὰ δὲν ἔστερξε νὰ παντρευτεῖ, παρὰ ἤθελε νὰ καλογερέψει. Βλέποντας οἱ γονιοί του αὐτὴ τὴ στερεὴ ἀπόφασή του, τὸν ἀφήσανε λεύτερον. Βγαίνει λοιπὸν πάλι ἀπὸ τὸ σπίτι τους καὶ πηγαίνει γιὰ δεύτερη φορὰ στὸ μοναστήρι τοῦ Κουτζουβέντη κ᾿ ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ ἡγούμενου παρακαλώντας τὸν νὰ τὸν κάνει δόκιμο. Καὶ κεῖνος τὸν ἔκανε. Ἐπὶ πέντε χρόνια φύλαγε τ᾿ ἀμπέλια τοῦ μοναστηριοῦ καὶ μάθαινε νὰ λέγει ἀπ᾿ ἔξω τὸ Ψαλτήρι καὶ τἆλλα τὰ γράμματα. Ἀλλὰ δὲν τὸν εὐχαριστοῦσε ἡ ἀσκητικὴ ζωὴ σ᾿ αὐτὸ τὸ μοναστήρι, γιατὶ ἤθελε πιὸ αὐστηρὴ καλογερική, καὶ μίσεψε ἀπὸ κεῖ καὶ πῆγε στὸ Μελισσόβουνο κι᾿ ἀσκήτεψε ἕνα χρόνο μέσα σ᾿ ἕνα σπήλαιο. Ὕστερα μπαρκάρησε καὶ πῆγε στὸν Ἅγιο Τάφο κι᾿ ἀπόμεινε ἕξι μῆνες ἐκειπέρα. Μετά, γύρισε πάλι στὴν Κύπρο καὶ πῆγε στὴν Πάφο καὶ τὸν πιάσανε οἱ στρατιῶτες ποὺ φυλάγανε τὸ κάστρο καὶ τὸν βάλανε φυλακὴ ἕνα μερόνυχτο. Σὰν τὸν λευτερώσανε, τράβηξε παραμέσα στὸ νησὶ γιὰ νὰ βρεῖ μέρος ἥσυχο νὰ ἀσκητέψει. Περπάτησε ὅπως τὸν φώτισε ὁ Θεὸς κ᾿ ἔφταξε σ᾿ ἕνα μέρος ἀπόγκρεμνο, καὶ ἔψαχνε ἀπὸ τὸν Ἰούνιο ἕως τὸν Σεπτέμβρη. Τέλος βρῆκε ἕνα σπήλαιο ποὺ φωλιάζανε μέσα ὄρνια καὶ φίδια κ᾿ ἔπιασε καὶ τὸ βάθαινε. Ἕνα χρόνο δούλεψε σκληρὰ κι᾿ ἀποτελείωσε τ᾿ ἀσκηταριό του τὴ μέρα τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Αὐτὸ τὸ σπήλαιο τὸ ὀνόμασε ὁ ἅγιος «Ἐγκλείστρα» κι᾿ ὁ ἴδιος εἶναι γραμμένος στὸ συναξάρι του μὲ τὄνομα «ὁ ἅγιος Νεόφυτος ὁ Ἔγκλειστος». Ἡ ἁγιωσύνη του ξακούσθηκε σὲ ὅλη τὴν Κύπρο καὶ προστρέξανε πολλοὶ νὰ μονάσουνε κοντά του. Τότε ἔπιασε κ᾿ ἔχτισε μοναστήρι μεγάλο, τιμημένο εἰς μνήμην τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Ὅλα βρίσκουνται ὡς τὰ σήμερα ἀπείραχτα. Ἡ σπηλιὰ τῆς Ἐγκλείστρας εἶναι καταζωγραφισμένη ἀπὸ τὸν καιρὸ τοῦ ἁγίου Νεοφύτου, μὲ ὑποθέσεις ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ μὲ ὁσίους σὲ σχῆμα ἥσυχο καὶ ἁπλό. Σ᾿ ἕνα κελλὶ σκαμμένο στὸ παραμέσα μέρος τοῦ βράχου, βρίσκεται ὁ τάφος τοῦ ἁγίου. Μέσα σ᾿ αὐτὸ τὸ σπήλαιο ἀπόμεινε κατακλειδωμένος μὲ νηστεία καὶ μὲ προσευχὴ ἐπὶ πολλὰ χρόνια. Μονάχα κάθε Κυριακὴ κατέβαινε μὲ μία σκάλα στὴν παρακάτω σπηλιὰ καὶ δίδασκε τοὺς μαθητές του. Σ᾿ αὐτὴ τὴ διαγωγὴ ἔζησε πενηνταπέντε χρόνια καὶ μελετοῦσε τὴν ἁγία Γραφὴ μέρα καὶ νύχτα. Καὶ μὲ ὅλο ποὺ ἤτανε λιγογράμματος ὁ μακάριος, ἔγραψε πολλὰ ἁγιασμένα γραψίματα, γεμάτα ἀπὸ τὴν εὐωδία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, σὲ δεκαέξι βιβλία συναθροισμένα. Προεῖδε τὴ μέρα τῆς κοίμησής του καὶ μάζεψε γύρω του τοὺς μαθητές του καὶ τοὺς ὁρμήνεψε νὰ ζοῦνε μὲ ἀγάπη καὶ ὁμόνοια, σύμφωνα μὲ τὸν Κανόνα, ποὺ τοὺς ἄφησε γραμμένον. Παράδωσε τὸ πνεῦμα του στὸν Κύριο στὶς 12 Ἀπριλίου κατὰ τὰ 1215 ἀπάνω κάτω.
Αὐτὸς ὁ ἅγιος εἶναι ἀπὸ ἐκεῖνες τὶς ἁπλὲς ψυχὲς ποὺ δεχτήκανε τὸν Χριστὸ σὰν φυσικὴ θροφὴ τῆς ψυχῆς τους, δίχως νὰ μάθουνε γράμματα πονηρά. Τὸ πρῶτο βιβλίο, ποὺ ἔμαθε νὰ τὸ λέγει ἀπέξω καὶ ποὺ τ᾿ ἀγάπησε πολύ, ἤτανε τὸ Ψαλτήρι τοῦ προφητάνακτα Δαυΐδ. Ὕστερα ἀποστήθισε διάφορες εὐχὲς καὶ τροπάρια καὶ λόγια τῶν πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Κανένας ζωντανὸς ἄνθρωπος δὲν τὸν δίδαξε, γι᾿ αὐτὸ μπορεῖ νὰ πεῖ κανένας πὼς ὁ ἅγιος Νεόφυτος εἶναι «διδακτὸς Θεοῦ». Ὅ,τι ἔγραψε εἶναι γραμμένο μὲ τὸ δικό του τὸν τρόπο, εὐωδιασμένο ἀπὸ εὐλάβεια κι᾿ ἀπὸ φόβο Θεοῦ. Ἔγραψε «Ἑρμηνείαν εἰς τὴν Ἑξαήμερον» ἤγουν γιὰ τὴ Δημιουργία τοῦ κόσμου, λόγους «εἰς τὴν ἀρχὴν τοῦ Ἰνδίκτου, εἰς τὸν Ἀρχάγγελον Γαβριήλ, εἰς τὸν ἅγιον μάρτυρα Μάμαντα, εἰς τὸ Γενέσιον τῆς Θεοτόκου, εἰς τὸν τίμιον καὶ ζωοποιὸν Σταυρόν, εἰς τὸν ὁσιομάρτυρα Πολυχρόνιον» καὶ πολλοὺς ἄλλους. Ἔγραψε ἀκόμα «Περὶ τῆς Ἀποκαλύψεως τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου», «Περὶ σεισμῶν διαφόρων», «Ἑρμηνείαν τῶν Ψαλμῶν» καὶ ἄλλα. Ἀπ᾿ αὐτὰ σταχυολογήσαμε λιγοστὰ καὶ τὰ βάζουμε παρακάτω.
Στὴν Ἑρμηνεία τῆς Ἑξαημέρου, γράφει πὼς ἀποφάσισε νὰ γράψει γι᾿ αὐτὴ τὴ μεγάλη ὑπόθεση: «Μοῦ φαίνεται καλὸ νὰ πῶ ἀπὸ ποιὰ αἰτία ἔφθασα στὴν ἀπόφαση νὰ συντάξω τοῦτο τὸ βιβλίο. Τὸν καιρὸ λοιπὸν ποὺ μὲ φώτισε κάποια θεϊκὴ ἀνατολὴ ἄνωθεν καὶ μὲ ἔστρεψε μακριὰ ἀπὸ τὶς ματαιότητες τῆς ζωῆς, κι᾿ ὁδήγησε τὰ πόδια μου σὲ ἴσιους δρόμους καὶ σὲ ὁδὸν εἰρήνης, ὥστε νὰ ἀκολουθήσω τὸ μοναχικὸ βίο, ξέφυγα κρυφὰ ἀπὸ τοὺς γονιούς μου κι᾿ ἀπὸ τὰ ἑφτὰ τ᾿ ἀδέρφια μου, ἀρσενικὰ καὶ θηλυκά, κ᾿ ἔφθασα σὲ κάποιο ἅγιο μοναστήρι. Ἐκειπέρα ἔτυχε νὰ ἀκούσω τὴν προφητεία ποὺ λέγει «ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν» καὶ τἆλλα λόγια ποὺ ἔρχουνται κατόπι, καὶ πολὺ θαύμασα σὰν τ᾿ ἄκουσα· γιατὶ δὲν εἶχα ἀκούσει ποτὲ τέτοιον λόγο, ἐπειδὴς ἤμουνα ἀγράμματος καὶ δὲν ἤξερα οὔτε τὸ ἄλφα κ᾿ ἤμουνα παιδὶ ὡς δεκαοχτὼ χρονῶν στὴν ἡλικία. Καὶ τόσο θαύμασα ἀπὸ τὰ λόγια αὐτὰ ποὺ ἄκουσα καὶ τόσο πολὺ τ᾿ ἀγάπησε ἡ ψυχή μου, ποὺ μακάρι ἔλεγα νὰ διαβάζανε τέτοια ἀναγνώσματα καὶ νὰ τάκουγα, μ᾿ ὅλο ποὺ δὲν καταλάβαινα τὸ νόημα ποὺ εἴχανε, ἐκτὸς τὸ «ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς καὶ ὅτι εἶδεν ὁ Θεὸς ὅτι καλὰ λίαν» καὶ τίποτα περισσότερο ἀπ᾿ αὐτὰ δὲν ἔνοιωθα. Ἀλλὰ δὲν ἤθελα νὰ ρωτήσω καὶ κανέναν νὰ μοῦ τὰ ἐξηγήσει, καὶ μονάχα μέσα στῆς καρδιᾶς μου τὸν κρυφὸν τόπο φύλαγα αὐτὸ τὸ θαῦμα. Καὶ σὰν μὲ βάλανε οἱ γέροντές μου νὰ κλαδεύω τ᾿ ἀμπέλια, ἔπιασα νὰ μαθαίνω κάποια γράμματα μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ τὶς εὐχὲς ποὺ λέγανε οἱ μοναχοὶ τὴ νύχτα καὶ τὴ μέρα. Μὰ ἡ θεία χάρη μου χάρισε περισσότερο κι᾿ ἀπὸ αὐτά, ὥστε νὰ μάθω νὰ λέγω ἀπ᾿ ἔξω ὁλόκληρο τὸ ἱερὸ Ψαλτήρι. Καὶ σάν μου ἦρθε πάλι κάποια φώτιση νὰ φύγω ἀπὸ τὸ θόρυβο τοῦ κοινοβίου καὶ νὰ πάγω νὰ ἡσυχάσω, τότε ἧβρα καιρὸ ἡσυχίας, κ᾿ ἐπειδὴ εἶχα στὴ θύμησή μου αὐτὰ τὰ θεϊκὰ λόγια ποὺ εἶπα, ἔψαχνα νὰ βρῶ περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο βιβλίο ἐκεῖνο τὸ προφητικό. Καὶ σὰν τὸ βρῆκα, τὸ ἔμαθα ἀπ᾿ ἔξω μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τὸν πόθο ποὺ εἶχα γιὰ ὅσα ἔλεγε. Κ᾿ ἔμαθα ὄχι μονάχα τὴν ἑξαήμερη κοσμοκτισία, ἀλλὰ κι᾿ ὅσα λέγει γιὰ τὸν Παράδεισο καὶ γιὰ τὴν παράβαση, γιὰ τὸν κατακλυσμὸ καὶ γιὰ τὴν πυργοποιΐα, ἕως τὸ φίλο τοῦ Θεοῦ τὸν Ἀβραάμ, κι᾿ εἶχα πολὺ θαυμασμὸ γιὰ τὰ θεϊκὰ λόγια αὐτῆς τῆς Γραφῆς».
Γιὰ τὶς συμφορὲς τῆς Κύπρου γράφει «Περὶ τῶν κατὰ τὴν χῶραν Κύπρον σκαιῶν», κι᾿ ἀρχίζει μὲ τοῦτα τὰ λόγια: «Τὸ σύννεφο σκεπάζει τὸν ἥλιο κ᾿ ἡ ἀντάρα τὰ ὄρη καὶ τὰ βουνά, καὶ μποδίζανε τὴ ζέστη καὶ τὴ φωτεινὴ ἀχτίνα τοῦ ἥλιου γιὰ λίγον καιρό. Κ᾿ ἐμᾶς μας ἔχει σκεπασμένους δώδεκα χρόνια τώρα σύννεφο κι᾿ ἀντάρα ἀπὸ βάσανα ἀπανωδιαστὰ ποὺ πέσανε ἀπάνω στὴ χώρα μας. Γιατὶ σὰν πῆρε τὴν Ἱερουσαλὴμ ὁ ἄθεος Σαλαχαντὴς καὶ τὴν Κύπρο ὁ Ἰσαάκιος ὁ Κομνηνός, σκεπάσανε τὸν τόπο χειρότερα ἀπὸ ἀντάρες καὶ φουρτοῦνες, πολέμοι καὶ ταραχὲς κι᾿ ἀκαταστασίες, κουρσέματα κ᾿ αἱματοχυσίες. Γιατὶ νά, ὁ ζωηφόρος τάφος τοῦ Κυρίου καὶ τἆλλα τὰ ἅγια δοθήκανε στοὺς σκύλους Μουσουλμάνους γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας καὶ δακρύζει γιὰ τούτη τὴ συμφορὰ κάθε ψυχὴ π᾿ ἀγαπᾶ τὸ Θεό. Σὰν τὰ εἴδανε αὐτά, ταραχθήκανε τὰ ἔθνη καὶ τὰ βασίλεια, κατὰ τὸ γραμμένο, ὁ Ἀλαμάνος λέγω κι᾿ ὁ Ἐγκλινίας καὶ σχεδὸν κάθε ἔθνος κίνησε γιὰ νὰ σώσει τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ δὲν μπορέσανε νὰ κάνουνε τίποτα. Καὶ νά, δώδεκα χρόνια, καὶ τὰ κύματα ἀγριεύουνε καὶ ψηλώνουνε χειρότερα... Κι᾿ αὐτὰ συγχωρηθήκανε νὰ γίνουνε γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας τὶς μεγάλες, μὲ δίκαια ἀπόφαση τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ ταπεινωθοῦμε κ᾿ ἴσως συγχωρεθοῦμε. Εἶναι μία χώρα Ἰγκλιτέρρα, πιὸ μακριὰ ἀπὸ τὴ Ρωμανία κατὰ τὸ βοριᾶ, κι᾿ ἀπὸ δαύτη σύννεφο Ἰγκλίνων μαζὶ μὲ τὸν ἄρχοντά τους μπήκανε σὲ κάτι καράβια μεγάλα ποὺ τὰ λένε νάκκες καὶ ταξιδέψανε γιὰ τὰ Ἱεροσόλυμα. Τότε τράβηξε γιὰ τὰ Ἱεροσόλυμα κι᾿ ὁ βασιλιὰς τῶν Ἀλαμάνων μὲ ἐννιακόσιες χιλιάδες. Μὰ αὐτός, περπατώντας κατὰ τὰ ἀνατολικὰ μέρη τοῦ Ἰκονίου, ἔχασε τὰ στρατεύματά του ἀπὸ τὸ περπάτημα κι᾿ ἀπὸ τὴν πείνα κι᾿ ἀπὸ τὴ δίψα κι᾿ ὁ ἴδιος ὁ βασιλιὰς πνίγηκε μέσα σ᾿ ἕναν ποταμὸ καβάλλα στ᾿ ἄλογό του. Κι᾿ ὁ Ἰγκλίτερ ἦρθε στὴν Κύπρο καὶ τὴ βρῆκε σὰν χαροκαμένη μάνα...
Ἡ χώρα μας εἶναι σὰν τὴ θάλασσα ποῦναι ἀγριεμένη ἀπὸ πολλὴ ἀνεμοζάλη. Καὶ μάλιστα ἡ συμφορά μας εἶναι χειρότερη κι᾿ ἀπὸ τὴν ἄγρια τὴ θάλασσα. Γιατὶ ἡ θάλασσα, σὰν περάσει ἡ ἀγριάδα της, ἔρχεται ἡ γαλήνη, ἐνῶ σ᾿ ἐμᾶς ἡ φουρτούνα χειροτερεύει κάθε μέρα κ᾿ ἡ μανία της δὲν ἔχει τέλος. Στὸ Λευϊτικὸ βιβλίο εἶναι γραμμένα ὅσα βρήκανε τὴ χώρα μας, πολέμοι, σπάρσιμο χωρὶς ἀπολαβή, φάγωμα τῶν κόπων μας ἀπὸ τοὺς ὀχτρούς μας. Κ᾿ ἡ δύναμή μας γίνηκε ἕνα τίποτα· κι᾿ ἀπομείναμε λιγοστοί. «Πορευθήκατε σὲ μένα πλάγια, μᾶς λέγει ὁ Θεός, κ᾿ ἐγὼ θὰ πορευθῶ σὲ σᾶς μὲ θυμὸ πλάγιον». Κι᾿ ἀληθινὰ ἔτσι εἴναι· γιατὶ ἂν δὲν κουτσαθεῖ κανένας, οὔτε κι᾿ ὁ γιατρὸς τὸν κόβει μὲ τὸ νυστέρι, κι᾿ οὔτε τοῦ καίει τὸ πονεμένο μέρος. Λοιπὸν εἶναι φανερὸ πὼς κ᾿ ἐμεῖς, ἂν δὲν πικραίναμε κάποτε τὸν πανάγαθο γιατρό μας καὶ δὲν πηγαίναμε σ᾿ αὐτὸν πλάγια, κ᾿ Ἐκεῖνος δὲ θὰ φερνότανε σὲ μᾶς πλάγια καὶ δὲ θὰ μᾶς πίκραινε γιὰ νὰ σωθοῦμε».
Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου 2010
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2010
| ΗΜΕΡΑ | ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ | ΩΡΑ |
30 | Πέμπτη | Ἑσπερινός, ΑΓΙΑΣΜΟΣ | 5:00 μ.μ. |
1 | Παρασκ. | Ὄρθ. Θ. Λειτ. Ἁγ. Σκέπης, Παναγίας Γοργοϋπηκόου, | 6:00 π.μ. |
2 | Σάββατο | Ἑσπερινός | 5:30 μ.μ. |
3 | Κυριακή | Β΄ Λουκᾶ, Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Ἰωάννου Χοζεβίτου | 7:00 π.μ. |
4 | Δευτέρα | Ἑσπερινός | 5:30 μ.μ. |
5 | Τρίτη | Ὄρθ, Θ.Λειτ Χαριτίνης μάρτυρος, Ἑρμογένους ἱερομάρτυρος | 6:00 π.μ. |
7 | Πέμπτη | ΠΑΡΑΚΛΗΣΙΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΓΙΑΝ ΘΕΟΤΟΚΟΝ | 5:30 μ.μ. |
9 | Σάββατο | Ἑσπερινός | 5:30 μ.μ |
10 | Κυριακή | Γ΄ Λουκᾶ, Εὐλαμπίου κ΄ Εὐλαμπίας μαρτύρων | 7:00 π.μ. |
11 | Δευτέρα | ΙΕΡΟΝ ΕΥΧΕΛΑΙΟΝ | 5:30 μ.μ. |
14 | Πέμπτη | ΠΑΡΑΚΛΗΣΙΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΓΙΑΝ ΘΕΟΤΟΚΟΝ | 5:30 μ.μ. |
16 | Σάββατο | Ἑσπερινός | 5:30 μ.μ. |
17 | Κυριακή | Δ΄ Λουκᾶ, Τῶν Πατέρων τῆς Ζ΄ Οἰκ. Συνόδου. | 7:00 π.μ. |
19 | Τρίτη | Ἑσπερινός | 5:30 μ.μ. |
20 | Τετάρτη | Ὄρθ, Θ.Λειτ. Γερασίμου ἐν Κεφαλληνίᾳ, Ἀρτεμίου Μεγαλομ. Ἑσπερινός | 6:00 π.μ. 5:30 μ.μ. |
21 | Πέμπτη. | Ὄρθ., Θ. Λειτ. Χριστοδούλου τοῦ ἐν Πάτμῳ ΠΑΡΑΚΛΗΣΙΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΓΙΑΝ ΘΕΟΤΟΚΟΝ | 6:00 π.μ. 5:30 μ.μ. |
23 | Σάββατο | Ἑσπερινός | 5:30 μ.μ. |
24 | Κυριακή | Στ΄ ΛΟΥΚΑ, Ἀρέθα μεγαλομάρτυρος | 7:00 π.μ. |
25 | Δευτέρα | Ἑσπερινός | 5:30 μ.μ. |
26 | Τρίτη | Ὄρθρ., Θ. Λειτ. Δημητρίου Μεγαλομάρτυρος | 7:00 π.μ. |
28 | Πέμπτη | ΠΑΡΑΚΛΗΣΙΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΓΙΑΝ ΘΕΟΤΟΚΟΝ | 5:30 μ.μ. |
31 | Κυριακή | Ἑσπερινός | 5:30 μ.μ. |
Σάββατο 25 Σεπτεμβρίου 2010
Παναγία Σουμελά - Το παλιό μοναστήρι
"Μάρτυρες του χριστιανισμου δέν υπάρχουν μόνο στά συναξάρια καί τά μηναία τής εκκλησίας
αλλά καί οι κάτοικοι τών απρόσιτων περιοχών τής Χαλδίας έχουν όλα τά στοιχεία καί τίς μορφές τών
μαρτύρων."
Σάββας Ιωαννίδης "Ιστορία και στατιστική της Τραπεζούντος"
Τετάρτη 22 Σεπτεμβρίου 2010
Δευτέρα 20 Σεπτεμβρίου 2010
Tα Δύο ΜΑΧΑΙΡΙΑ
Τότε οι απόστολοι, χωρίς να καταλάβουν τί τους έλεγε, είπαν: «Να, Κύριε, υπάρχουν εδώ δύο μαχαίρια». (Λουκ. 22, 37)!
Γιατί δύο μαχαίρια και όχι τρία ή τέσσερα ή…;
Στον κόσμο που ζούμε έχουμε μπροστά μας δύο μαχαίρια:
Το ένα στρέφεται προς τα έξω, στους άλλους- και το άλλο στρέφεται προς τα μέσα, στον εαυτό μας.
Το ένα προκαλεί βλάβη στο διπλανό μας όπως το μαχαίρι που χρησιμοποίησε ο απόστολος Πέτρος για να κόψει το αυτί του υπηρέτη του αρχιερέα.
Αυτού του είδους το μαχαίρι, ο Χριστός είπε να επιστραφεί στη θήκη του.
Το άλλο μαχαίρι (εκείνο που στρέφεται προς τα μέσα) είναι αυτό με το οποίο κόβουμε -πρέπει να κόβουμε – όχι τους άλλους αλλά τον εαυτό μας, δηλ. τα πάθη μας.
Το ένα το κρατάνε στα χέρια τους τα έθνη, για να προκαλούν μεταξύ τους πολέμους και να αλληλοεξοντώνονται.
Το άλλο το κρατάμε ο καθένας στα δικά του χέρια για να αφαιρεί από πάνω του οτιδήποτε τον εμποδίζει να ανεβεί στον ουρανό.
Όσο λιγότερο οι άνθρωποι πολεμούν το κακό μέσα τους, τόσο περισσότερο θα πολεμούν το διπλανό τους το γείτονά τους και τα άλλα κράτη. Και αντίστροφα. Όσο περισσότερο αγωνίζονται εναντίον του κακού τόσο λιγότερη θα είναι η ανάγκη να μάχονται με τον εξωτερικό εχθρό. Όταν ο άνθρωπος “χύνει” λιγότερο δικό του αίμα πολεμώντας το κακό μέσα στη καρδιά του, αναπόφευκτα θα χύσει περισσότερο ξένο αίμα, του αδελφού του. Η αυτοδικαίωση και ο εμφύλιος σπαραγμός πάνε μαζί χέρι-χέρι!
Εκείνος που δεν ψάχνει να βρει τον εχθρό που εμφωλεύει μέσα του, οπωσδήποτε θα τον βρει έξω!
Κάθε άνθρωπος, κάθε ήμερα, κάθε στιγμή, μέσα στα μύχια της καρδιάς του διεξάγει έναν εμφύλιο πόλεμο με τον εαυτό του. Αν σ’ αυτόν τον πόλεμο δεν δείξει παλληκαριά και ηττηθεί, σίγουρα θα τον προεκτείνει και προς τα έξω, στους αδελφούς του!
Εκείνος που δεν αγωνίζεται να σταυρώνει καθημερινά τον εαυτό του και τα πάθη του, να είσαι βέβαιος ότι θα σταυρώνει καθημερινά τους άλλους.
Εκείνος που δεν σηκώνει καθημερινά το δικό του σταυρό, πρόσεξε και θα το δεις θα τον τοποθετεί στην πλάτη των άλλων!
Μη σας φανεί περίεργο το ότι πολλές φορές αναρωτιόμαστε γιατί δεν έχουμε μέσα μας ειρήνη και γαλήνη. Η αλήθεια είναι πως ακόμη δεν ξεκινήσαμε τον πόλεμο με τον εαυτό μας. Και γιατί δεν τον ξεκινήσαμε; Μα γιατί δεν έχουμε τη διάθεση να το παραδεχθούμε ότι πράγματι μέσα μας έχουμε ένα εχθρό ο οποίος δεν παύει κάθε στιγμή να μας κλέβει και να μας τραυματίζει. Ενώ αυτός δουλεύει έντεχνα για την απώλειά μας, εμείς καμαρώνουμε και λέμε πως ό,τι μας συμβαίνει, οφείλεται σε εξωτερικές αιτίες!..
Τί κρίμα! Τί κρίμα! Άνθρωπος που ποτέ δεν έκατσε να σκεφτεί την καλωσύνη και την απέραντη αγάπη του Θεού, ποτέ δεν θα αναλάβει ένα τέτοιο αγώνισμα.
Γιατί;
Επειδή έγινε ο ίδιος νομοθέτης του εαυτού του! Νόμο έχει το προσωπικό του συμφέρον! Έμπνευσή του έχει τη φιλαυτία του! Σκοπό και στόχο του έχει την αυταρέσκεια και για Θεό λατρεύει – ποιόν άλλο; – τον εαυτούλη του!
Τετάρτη 15 Σεπτεμβρίου 2010
Άγιοι του Πόντου, τής θράκης,της Μ.Ασίας.
κι ενα βραδυ ,τα σήμαντρα νά χτυπήσω πάνω στα βουνα,μάννα μου..
Ουρανε μου στείλε μου νερό να ποτίσω τήν έρημο..