«Ἀκολουθίας ἐτυμολογία ἢ περὶ συγκροτημένου σώματος»
Προσμοναρίου τοῦ ἀναξίου
Ἡ λέξη «ἀκολουθία», ἡ τόσο οἰκεία, κρύβει στὴ δομή της μιὰ ὑπέροχη θεολογία, ἡ «μάχαιρα» τῆς ὁποίας φθάνει «ἄχρι μερισμοῦ ψυχῆς τε καὶ πνεύματος, ἁρμῶν τε καὶ μυελῶν»[1] καὶ γίνεται κριτικὴ «ἐννοιῶν καὶ ἐνθυμήσεων καρδίας», ὅλων ἡμῶν ποὺ ἔχουμε βέβαια τὴν ἐξωτερικὴ «μόρφωσιν εὐσεβείας» ἀλλὰ, σὲ μικρὸ ἢ μεγαλύτερο βαθμό, ἀρνούμαστε τὴ δύναμή της στὴν οὐσία[2].
Ὅλα αὐτὰ θὰ τὰ διασαφήσει εὐθὺς ἀμέσως τῆς λέξεως ἡ ἐτυμολογία. Ἡ λέξη «ἀκολουθία» κρύβει στὰ σπλάχνα της τὸ ἀρθροιστικὸ «ἀ» (=μαζί, ὅλοι μαζί) καὶ τὴ λέξη «κέλευθος» ποὺ σημαίνει ὁδός. Ἔτσι «ἀκόλουθος» εἶναι αὐτὸς ποὺ βαδίζει μαζὶ τὸν ἴδιο δρόμο, ὁ συν-οδός, ὁ συν-οδοιπόρος καὶ ἡ λέξη «ἀκολουθία» ἔχει τὴν πρωταρχικὴ σημασία τῆς «συνοδοιπορίας».
Οἱ ἐκκλησιαστικὲς ἀκολουθίες εἶναι λοιπὸν ἐκκλησιαστικὲς συνοδοιπορίες. Εἶναι συνοδοιπορίες, διότι κατ’ αὐτὲς οἱ πιστοὶ πορεύονται προσευχητικὰ ὅλοι μαζί πρὸς στὸν Χριστὸ καὶ τὴν Αὐτοῦ Βασιλεία. Εἶναι ἐκκλησιαστικές, διότι αὐτοὶ ποὺ πορεύονται προσευχητικὰ ὅλοι μαζὶ δὲν πορεύονται ὡς ἄτομα, οὔτε κἄν ὡς ἕνα ἄρθροισμα ἀτόμων π.χ. ὡς σύλλογος ἢ ὡς ὁμάδα ἀλλὰ ὡς σῶμα, ὡς Σῶμα Χριστοῦ, ὡς Ἐκκλησία.
Ἡ τέλεση τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν τῆς Ἐκκλησίας προϋποθέτει τὴ σύναξη τῶν πιστῶν στὸ ναό, ὁ ὁποῖος, ἐπειδὴ ἀκριβῶς εἶναι ὁ τόπος ὅπου πραγματοποιεῖται ἡ συγκρότηση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος καὶ ἡ φανέρωση τῆς Ἐκκλησίας, ὀνομάζεται εὐστόχως «ἐκκλησία». Ἡ σύναξη αὐτὴ «ἐπὶ τὸ αὐτὸ» εἶναι κάτι πολὺ σημαντικό, τόσο ποὺ νὰ καθαιρεῖ τὴν δύναμιν τοῦ ἀρχεκάκου ἐχθροῦ, κατὰ τὸν τῆς Ἀντιοχείας Ἰγνάτιο, τὸν καλούμενον καὶ ὄντα θεοφόρο[3].
Ἐκτὸς ἀπὸ τὸν τόπο ἡ τέλεση τῶν ἀκολουθιῶν προϋποθέτει συγκεκριμένο τρόπο, ὁ ὁποῖος ἀποτελώντας καταστάλαγμα μακραίωνης ἀγιοπνευματικῆς ἐμπειρίας τῶν ὁσίων καὶ θεοφόρων πατέρων ἡμῶν καθορίζεται ἐπακριβῶς ἀπὸ τὸ ἐκκλησιαστικὸ τυπικό, πρὸς σωτηρίαν πάντων ἡμῶν ἐκ τοῦ κινδύνου τῶν αὐθαιρεσιῶν καὶ ὑποκειμενισμῶν.
Ὁ κίνδυνος δὲ αὐτὸς συνίσταται κυρίως στὸ «καμουφλάρισμα» οὕτως εἰπεῖν τοῦ ἀτίθασου ἐγωκεντρισμοῦ καὶ τοῦ ναρκισσισμοῦ ἑνὸς ἑκάστου ἡμῶν σὲ ἔκδηλώσεις ἀτομικῆς εὐσεβείας, ποὺ μᾶς ἀπομονώνουν ἀπὸ τὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα καὶ μᾶς ἀποπροσανατολίζουν μὲ μία αἴσθηση θρησκευτικῆς συναισθηματικῆς εὐφορίας, ψευδαίσθηση πνευματικῆς ἐμπειρίας.
Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο βιώνουμε τὴν ἑξῆς τραγωδία: συνερχόμαστε στὴν ἐκκλησία
γιὰ νὰ ἑνωθοῦμε μὲ τὴν Ἐκκλησία ἐνεργοποιώντας τὸν ἐκ τοῦ Μυστηρίου τοῦ Βαπτίσματος ἐγκεντρισμό στὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα,
γιὰ νὰ ἀποκαταστήσουμε ἐν Χριστῷ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν τὴν ἀπωλεσθεῖσα ἐν Ἀδάμ τῷ προπάτορι ἡμῶν ἐνότητα τῆς ἀνθρώπινης φύσης, τῆς πλασθείσης κατ’ εἰκόνα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, τοῦ ἐν τρισὶ προσώποις, ἐν μιᾷ δὲ οὐσία καὶ ἐνεργείᾳ
γιὰ νὰ μεταμορφωθοῦμε ἀπὸ ἄτομα διαλογιζόμενα ὡς μοναχικὲς μονάδες σὲ πρόσωπα προσευχόμενα «ὡς εἷς ἄνθρωπος κατὰ τὴν περὶ τοῦ προπάτορος Ἀδὰμ προαιώνιον βουλὴν»[4] τοῦ Δημιουργοῦ μας
καὶ σκοτιζομένου τοῦ λογιστικοῦ μας, πλανώμενοι ὑπὸ τοῦ πολεμίου, αἰχμαλωτιζόμενοι ὑπὸ τῆς φαντασίας, παραμένουμε ἐγκλωβισμένοι στὸ κλουβί τῆς ἀτομικῆς μας εὐσεβείας, τὴν ψυχολογικοῦ τύπου «κατάνυξη», τὴν ἐκ τῆς ἐπιτελέσεως τῶν θρησκευτικῶν καθηκόντων αὐτοδικαίωση.
Συμπτώματα τῆς νόσου αὐτῆς τῆς αὐτοάνοσης ἔχουν ἐπιβεβαιωθεῖ μεταξὺ ἄλλων τὰ ἑξῆς: ἄκαιρες γονυκλισίες, κατὰ παράβασιν τῆς διακονικῆς προτροπῆς γιὰ ὀρθία στάση («Στῶμεν καλῶς...») καὶ κατὰ περιφρόνησιν διατάξεως τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς, μὴ ἀνταπόκριση στὶς παρακελεύσεις (π.χ. γιὰ κλίση κεφαλῆς «τὰς κεφαλὰς ἡμῶν τῷ Κυρίῳ κλίνωμεν»), πληθωρικὰ σταυροκοπήματα, ἀναπετάσεις χειρῶν, κλαυθμηρισμοί, ἀναστεναγμοί, οὐχί αὐθόρμητοι, φυσικοὶ καὶ εἰλικρινεῖς ἀλλ’ ἐπιτηδευμένοι, ἐπιδεικτικοὶ καὶ ἑνίοτε ὑποκριτικοί, μουρμουρισμοὶ αὐτοσχεδίων ἢ ἄλλων ἀσχέτων προσευχῶν καὶ μάλιστα κατὰ τὶς πιὸ «ἱερὲς στιγμὲς» τῆς θείας λατρείας πρὸς ἐκπλήρωσιν ἰδίων αἰτημάτων, πνευματικῶν, ὑλικῶν ἢ προληπτικῶν, οὐχί συμψαλμωδία ἀλλὰ «προ-ψαλμωδία», μὴ συντονισμὸς μὲ τὸ ρυθμὸ τῆς κοινῆς ἀπαγγελίας (π.χ. «Πιστεύω», «Πάτερ ἡμῶν», άνάγνωση σὲ ὕφος θεατρικό, ἐξεζητημένο, συναισθηματικὸ καὶ ὄχι σὲ παραδοσιακὰ λογαοιδικό, δήθεν πρὸς ἀπόδοση τῶν νοημάτων καὶ τῶν συναισθημάτων, «προ-εκφωνήσεις» τῶν ἱερατικῶν ἐκφωνήσεων ἢ καὶ τῶν ἱερατικῶν εὐχῶν, ἀν-ιεροπρεπεῖς, ἀδιάκριτες ἀκαλαίσθητες καὶ ἐπίμονες ὑποδείξεις «τοῦ ἴσου» καὶ τῆς μελωδίας κάποτε καὶ τοῦ τυπικοῦ ἐκ μέρους τῶν ψαλτῶν πρὸς τοὺς ἱερεῖς ἤ ἐκ μέρους τοῦ δεξιοῦ χοροῦ πρὸς τὸν ἀριστερὸν καὶ ἀντιστρόφως, περιφρόνηση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ τυπικοῦ, εἰσαγωγὴ ψαλμωδημάτων κατὰ τὸ δοκοῦν, παραβίαση τῆς δομῆς τῆς θείας λειτουργίας, μὲ μετάθεση ἢ καὶ ἀποσιώπηση εὐχῶν, «κατακρεούργηση» τοῦ «Κοινωνικοῦ», τοῦ τόσο οὐσιαστικοῦ τμήματος τῆς θείας λειτουργίας, μὲ τὴν πραγματοποίηση κατ’ αὐτὸ τοῦ κηρύγματος χάριν συντομίας, ἢ τὴν ἀνάγνωση ἐγκυκλίων, συναξαρίων, εὐχῶν εὐλαβείας, ἀνακοινώσεων ἢ καὶ τοῦ προγράμματος τοῦ ναοῦ, μετάθεση τῆς μετάδοσης τῆς θείας κοινωνίας στὸ τέλος τῆς λειτουργίας, στὰ παραπόρτια -φεῦ! ὁ Βασιλεύς τῶν ὅλων Χριστός- ἐν μέσω ὀχλαγωγίας, ἢ μετάδοση κατὰ τὴν Ἀπόλυση καὶ τὴν τέλεση τῶν μνημοσύνων, παντὸς τοῦ λαοῦ ἀκροωμένου μετὰ προσοχῆς, τοῦ καταλόγου τῶν ὀνομάτων καὶ συχνὰ τῶν ὑποκοριστικῶν τῶν τεθνεώτων καὶ μακαριτῶν πρὸς ἐπισήμανση παραλείψεων καὶ λαθῶν καὶ τὴν ἄμεση ἔκφραση πικρόχολων γογγυσμῶν...
Βεβαίως γιὰ νὰ «ἐκκλησιασθοῦμε», γιὰ νὰ συγκροτηθοῦμε πραγματικὰ σὲ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα, γιὰ νὰ γίνουμε Ἐκκλησία, δὲν ἀρκεῖ μιὰ ἐξωτερικὴ τοπικὴ γειτνίαση καὶ τροπικὴ συμμόρφωση.
Ὁ οὐσιαστικὸς ἐκκλησιασμός μας προϋποθέτει μία ἀδιάλειπτη νηπτικὴ καὶ ἡσυχαστικὴ προεργασία. Ἡ σύναξη μας στὸ ναὸ ἐν ἐκκλησίᾳ εἶναι ἀλληλένδετη μὲ τὴ σύναξη τοῦ διασκορπισμένου μας νοὸς ἐν τῇ καρδίᾳ. Ἡ μονολόγιστη εὐχὴ, τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», ὅταν λέγεται ἐκ καρδίας κάθε στιγμή, ἑνοποιεῖ τὶς δυνάμεις τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, καθαίρει τὸν ὅλον ἄνθρωπο ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας. αἰτίας δηλονότι κάθε διασπάσεως, διαιρέσεως καὶ διχογνωμίας, καὶ ἐτοιμάζει αὐτὸν πρὸς προσευχητική, δοξολογικὴ καὶ εὐχαριστιακὴ «συνοδοιπορία», ἐν ἐνὶ στόματὶ καὶ μιᾷ καρδίᾳ, «σὺν πᾶσι τοῖς ἁγίοις» ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, τῷ Κυρίῳ ἡμῶν, ᾧ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.
[1] Ἑβρ. δ΄, 12.
[2] Β΄ Τιμ. γ΄, 5.
[3] «Σπουδάζετε οὖν πυκνότερον συνέρχεσθαι εἰς εὐχαριστίαν Θεοῦ καὶ εἰς δόξαν. Ὅταν γὰρ πυκνῶς ἐπὶ τὸ αὐτὸ γίνεσθε, καθαιροῦνται αἱ δυνάμεις τοῦ σατανᾶ, καὶ λύετε ὁ ὄλεθρος αὐτοῦ ἐν τῇ ὁμονοίᾳ τῆς πίστεως». Ἰγνάτιος Πρὸς Ἐφεσίους XIII, 1. «Ὁ οὖν μὴ ἐρχόμενος ἐπὶ τὸ αὐτό, οὗτος ἤδη ὑπερηφανεῖ καὶ ἑαυτὸν διέκρινεν» Ἰγνάτιος Πρὸς Ἐφεσίους V, 3. Νὰ σημειώσουμε ὅτι ἡ φράση «ἐπὶ τὸ αὐτὸ» εἶναι ταυτόσημη μὲ τὴ θεία λειτουργία. Τοσαύτη γὰρ τῆς ἐπὶ τὸ αὐτὸ συνάξεως ἡ σημασία.
[4] Ἡ φράση ἀπὸ τὴν Προσευχὴ περὶ ἑνότητος τοῦ Γέροντος Σωφρονίου τοῦ Ἔσσεξ. Ἀρχ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Περὶ Προσευχῆς, ἐκδ. Ἱ. Μ. Τιμ. Προδρόμου, Ἔσσεξ Ἀγγλίας, 1994, σ. 282.