Σάββατο 30 Απριλίου 2011
Εκτυπώτερον
Κυριακή 17 Απριλίου 2011
Μετά φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης. Η τάξη τῆς Θείας Κοινωνίας στον Ναό μας.
1. Ἡ Θεία Κοινωνία εἶναι ἡ ζωή μας.
Ἡ Θεία Κοινωνία εἶναι ἡ ζωή μας. Μᾶς ἑνώνει μὲ τὸ Χριστό καὶ ἐν Χριστῷ μὲ τὸ Θεὸ καὶ τοὺς συνανθρώπους μας. Χωρὶς τὴ Θεία Κοινωνία μένουμε μόνοι μας, ἀκοινώνητοι, νεκροί, φαινομενικά μόνο ζωντανοί, κινούμενα πτώματα, βρομᾶμε τὴν ὁσμὴ τοῦ θανάτου, τὴ σήψη τῶν παθῶν, τὴ γάγγραινα τῆς ὑπαρξιακῆς μοναξιᾶς μας.
Ἐρχόμαστε στὴν ἐκκλησία γιὰ νὰ κοινωνήσουμε, νὰ γίνουμε Σῶμα Χριστοῦ, νὰ συγκροτήσουμε τὴν Ἐκκλησία Του, ἕνα Σῶμα, μὲ κεφαλὴ τὸν Χριστὸ καὶ μέλη ὅλους ἐμᾶς. Νὰ μᾶς θρέψει τὸ Σῶμα Του. Νὰ ρέει στὶς φλέβες μας τὸ Αἷμα Του, τὸ ἀληθινὸ ἀντίδοτο τοῦ θανάτου. Νὰ ρέει στὶς φλέβες μας τὸ Αἷμα Του καὶ νὰ ξυπνήσει κάποτε αἰσθήσεις ποὺ βρίσκονται σὲ λήθαργο, γιὰ νὰ συνέλθουμε ἀπὸ τὸ κῶμα, τὴν ἀναισθησία, τὴν παράλυση. Νὰ αἰσθανθοῦμε ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἴμαστε ἕνας ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν. Νὰ ἀνακαλύψουμε ὅτι ἡ ζωή εἶναι δῶρο ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν. Νὰ συνειδητοποιήσουμε ὅτι ζοῦμε ἀληθινὰ μόνο ὅταν εὐχαριστοῦμε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν. Σὲ Αὐτὸν ἀνήκει κάθε δόξα, τιμή καὶ προσκύνηση μαζὶ μὲ τὸν Ἄναρχό Του Πατέρα καὶ τὸ Πανάγιο καὶ Ζωοποιό Του Πνεῦμα, τώρα καὶ παντοτινὰ καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων.
2. Ἡ Θεία Κοινωνία δὲν ἐνεργεῖ μαγικά.
Δὲν ἐνεργεῖ μαγικὰ ἢ ἀναγκαστικά ἀλλὰ προϋποθέτει τὸ ναί τῆς ἐλευθερίας μας, δηλαδὴ τὸν εἰλικρινὴ ἀγῶνα μας νὰ ζοῦμε τὴ ζωὴ ποὺ μᾶς φανέρωσε ὁ Ἰησοῦς Χριστός μὲ τὶς ἐντολές Του. Καλούμαστε νὰ προσερχόμαστε στὴ Θεία Κοινωνία μὲ φόβο Θεοῦ, μὲ πίστη καὶ μὲ ἀγάπη: α) Μὲ φόβο Θεοῦ. Μὲ τὸ δέος ποὺ γεννιέται ἀπὸ τὴ συναίσθηση ὅτι προσερχόμαστε γιὰ νὰ λάβουμε μέσα μας τὸν ζῶντα Χριστό καὶ ὅτι εἴμαστε ἀπόλυτα ἀνάξιοι γι’ αὐτό. β) Μὲ πίστη. Μὲ πίστη ὅτι ὁ Ἄρτος καὶ ὁ Οἶνος τῆς Εὐχαριστίας εἶναι ἀληθινὰ τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Μὲ πίστη στὸ ἔλεος Του. Μὲ τὴν πίστη τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων, τῶν Πατέρων, τῶν Μαρτύρων, τῶν Ὁσίων, καὶ ὅλων τῶν Ἁγίων, τὴν πίστη τῶν Ὀρθοδόξων, στὴν καρδιά καὶ στὴν καθημερινή ζωή. γ) Μὲ ἀγάπη. Ἀγαπώντας καὶ ποθώντας τὸν Χριστό καὶ τοὺς ἀνθρώπους. Ζητώντας συγχώρεση ἀπὸ ὅλους καὶ συγχωρώντας ὅλους τοὺς ἀνθρώπους καὶ πρωτίστως τοὺς ἐχθρούς καὶ τοὺς διπλανούς, τοὺς ἐνοχλητικούς, ποὺ με θλίβουν, μὲ ἐκνευρίζουν, μὲ κουράζουν, μὲ πικραίνουν. Συμφιλιωμένος μέσα ἀπὸ τὸ μυστήριο τῆς Μετανοίας μὲ τὸ Θεὸ, μὲ τὸν ἑαυτό μου καὶ μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους. Ἔχοντας λάβει συγχώρεση καὶ εὐλογία ἀπὸ τὸν Πνευματικό, ποὺ εἶναι ἡ ζωντανὴ εἰκόνα τοῦ Καλοῦ Ποιμένος Χριστοῦ.
3. Εὐταξία.
Ἡ εὐταξία φανερώνει τὴν ἁρμονία καὶ τὴν ὑγεία τοῦ σώματος τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας κοινότητας. Ἡ ἀταξία ἀποτελεῖ σύμπτωμα τῆς δυσαρμονίας μας καὶ τῆς σοβαρῆς ἀρρώστιας μας. Ἡ προσωπικὴ μου εὐταξία καὶ εὐπρέπεια βοηθεῖ τὸν συνάνθρωπό μου νὰ ζήσει βαθύτερα καὶ οὐσιαστικότερα τὴ θεία λειτουργία, ἐνῷ ἡ προσωπική μου ἀταξία καὶ ἀμέλεια ἐμποδίζει τὴν ἁρμονικὴ λειτουργία τοῦ Σώματος. Δὲν εἶναι ἡ συμμετοχή μου στὴ θεία λειτουργία ἀτομική μου ὑπόθεση, ὅπως ἡ λειτουργία τοῦ νεφροῦ, τοῦ συκωτιοῦ, τοῦ χεριοῦ κτλ δὲν εἶναι ὑπόθεση ἑνός μέλους μόνο ἀλλὰ ὁλοκλήρου τοῦ σώματος.
4. Πρακτικὲς συμβουλές.
· Προσερχόμαστε στὴ Θεία Κοινωνία μόνο ἀπὸ τὸν κεντρικὸ διάδρομο τοῦ κεντρικοῦ κλίτους καὶ ἐπιστρέφουμε ἀπὸ τὰ πλάγια.
· Σχηματίζουμε σειρά, ὁ ἕνας πίσω ἀπὸ τὸν ἄλλον. Ἄν ἔχει ἤδη δημιουργηθεῖ μακρὰ σειρά, περιμένουμε στὴ θέση μας μέχρι νὰ δημιουργηθεῖ χῶρος, γιὰ νὰ προστεθοῦμε καὶ ἐμεῖς.
· Δίνουμε ἀπόλυτη προτεραιότητα στὰ βρέφη καὶ στὰ μικρὰ παιδιά, γιατὶ κουράζονται εὔκολα καὶ δὲν ἔχουν ἀρκετὴ ὑπομονή.
· Οἱ ἡλικιωμένοι καὶ ὅσοι δυσκολεύονται μὲ τὴν ὀρθοστασία καὶ τὴν μετακίνηση, παραμένουν στὴ θέση τους, ἀκόμα καὶ καθιστοί, καὶ προσέρχονται τελευταῖοι ἢ, ἂν εἶναι ἀναγκαῖο, ζητοῦν νὰ ἔλθει ὁ ἱερέας κοντά τους.
· Δὲν βιαζόμαστε, δὲν συμπεριφερόμαστε νευρικά, δὲν ξεφυσοῦμε, δὲν γκρινιάζουμε, δὲν σχολιάζουμε, δὲν μιλᾶμε καθόλου, ὅσην ὥρα μεταδίδεται ἡ Θεία Κοινωνία, παρὰ μόνο προσευχόμαστε ἀπὸ μέσα μας λέγοντας καρδιακὰ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με, τὸν ἁμαρτωλόν».
· Ὅταν ἔλθει ἡ σειρά μας νὰ κοινωνήσουμε, στεκόμαστε κατὰ τὸ δυνατὸν στὸ ὕψος ποὺ κρατᾶ τὸ ἅγιο ποτήριο ὁ ἱερέας. Μόνο ἂν εἴμαστε πιὸ ψηλοί, σκύβουμε καὶ παραμένουμε σταθεροί, γιὰ νὰ διευκολύνουμε τὸν ἱερέα, διαφορετικὰ μένουμε σταθερὰ εὐθυτενεῖς, στὸ φυσικό μας ὕψος.
· Φροντίζουμε κάτω ἀπὸ τὸ πηγούνι μας νὰ βρίσκεται τὸ μάκτρο (τὸ κόκκινο ὕφασμα) ποὺ κρατοῦν ἐπαρκῶς ἀνοιγμένο οἱ δύο βοηθοί τοῦ ἱερέα. Δὲν πιάνουμε ἐμεῖς τὸ μάκτρο κατὰ τρόπο ποὺ νὰ μπαίνει μπροστὰ στὸ στόμα μας καὶ νὰ ἐμποδίζει τὸν ἱερέα νὰ μας κοινωνήσει.
· Ἀνοίγουμε πολὺ καλά τὸ στόμα μας καὶ περιμένουμε. Δὲν εἶναι ντροπή. Ἔτσι κάνουν ἄλλωστε καὶ οἱ νεοσσοί ποὺ λαχταροῦν νὰ τραφοῦν. Πρῶτα ἀνοίγουμε ἐμεῖς τὸ στόμα μας καὶ μένουμε ἀκίνητοι καὶ μετὰ ὁ ἱερέας θὰ κινηθεῖ νὰ μᾶς δώσει τὴ Θεία Κοινωνία. Ἄν δὲν ἔχουμε ἀνοίξει καλά τὸ στόμα μας εἶναι πολὺ ἐπικίνδυνο νὰ κρατᾶ ὁ ἱερέας αἰωρούμενη τὴ Θεία Κοινωνία περιμένοντας πότε θὰ τὸ ἀνοίξουμε ἐπαρκῶς.
· Μόλις ὁ ἱερέας βάλει τὴν Ἁγία Λαβίδα μέσα στὸ στόμα μας, τὸ κλείνουμε φυσικὰ καὶ ἀνεπιτήδευτα, χωρὶς βεβιασμένες κινήσεις, χωρὶς νὰ σφίγγουμε ὑπερβολικὰ τὴ Λαβίδα ἀλλὰ καὶ χωρὶς διστακτικότητα καὶ ὑπερβολικὴ χαλαρότητα.
· Καταπίνουμε τὴ Θεία Κοινωνία καὶ σπογγίζουμε τὰ χείλη μας στὸ μάκτρο. Σπογγίζουμε, δὲν τρίβουμε τὸ μάκτρο στὰ χείλη μας. Μετὰ ἀφήνουμε τὸ μάκτρο. Ἀποχωροῦμε μὲ ἤρεμες καὶ προσεκτικὲς κινήσεις. Παίρνουμε ἀντίδωρο καὶ τὸ τρῶμε προσεκτικά.
· Δὲν μιλᾶμε ἀμέσως μετὰ τὴ Θεία Κοινωνία. Δὲν λέμε «γειά σας», «εὐχαριστῶ», «χρόνια πολλά», «καλὸ πάσχα» κτλ. Δὲν λέμε τίποτα. Μόνο προσεύχομαστε ἀπὸ μέσα μας. Φυσικὰ οὔτε καὶ πρὶν τὴ Θεία Κοινωνία χαιρετοῦμε τὸν ἱερέα ἢ τοὺς βοηθοὺς ἢ κάποιον ἄλλον ποὺ τυχὸν προσέξουμε ἐκεῖ κοντά.
· Δὲν φιλᾶμε τὸ χέρι τοῦ ἱερέα, οὔτε ἀσπαζόμαστε τὶς ἱερὲς εἰκόνες ἀμέσως μετὰ τὴ Θεία Κοινωνία. Σὲ καμιὰ περίπτωση δὲν φτύνουμε.
· Οἱ γυναῖκες δὲν προσέρχονται στὴ Θεία Κοινωνία μὲ βαμμένα τὰ χείλη μὲ κοκκινάδι (κραγιόν), διότι μένει πάνω στὴν Ἁγία Λαβίδα σημάδι. Ἄν τυχὸν ἀπὸ ἁπλότητα κάποια κυρία ξεχασθεῖ καὶ προσέλθει μὲ τὸ κοκκινάδι, ἀποσύρεται, τὸ ἀφαιρεῖ καλὰ μὲ ἕνα χαρτομάντηλο καὶ ἐπανέρχεται. Εἶναι πρὸς τιμήν της. Φανερώνει ταπείνωση. Εἶναι ἀδιανόητο νὰ ἀποπειραθεῖ νὰ κοινωνήσει προσπαθώντας νὰ μὴν ἀκουμπήσει τὴ Λαβίδα. Ἐπίσης εἶναι προτιμώτερο νὰ τὸ κάνει ἀπὸ μόνη της παρὰ νὰ φέρει τὸν ἱερέα στὴ δύσκολη θέση νὰ τῆς το ζητήσει.
· Φροντίζουμε πρωτίστως γιὰ τὴν καθαρότητα τῆς καρδίας μας ἀλλὰ δὲν λησμονούμε καὶ τὴ σωματική καθαρότητα. Ἔχουμε πλύνει καλά τὰ δόντια μας καὶ τὸ στόμα μας πρίν έλθουμε στην εκκλησία.
· Τὰ πολὺ μικρὰ μωρὰ τὰ κρατοῦν οἱ γονεῖς τους ξαπλωμένα στὴ δεξιὰ ἀγκαλιά τους, διότι διευκολύνουν ἔτσι τὸν ἱερέα ποὺ εἶναι δεξιόχειρας. Δεν βάζουμε ἀμέσως μετά τη θεία κοινωνία τοῦ μωροῦ πιπίλα.
· Ἄν γιὰ ὁποιοδήποτε λόγο τὰ πολὺ μικρὰ παιδάκια εἶναι ὑπερβολικὰ ταραγμένα καὶ δὲν θέλουν νὰ κοινωνήσουν, ἴσως εἶναι καλύτερο νὰ ἀναβάλουμε τὴν κοινωνία τους. Ἐπαφίεται στοὺς γονεῖς. Ἀν οἱ γονεῖς ἀποφασίσουν νὰ τὰ κοινωνήσουν, συνεργάζονται μὲ τὸν ἱερέα καὶ τοὺς βοηθούς, γιὰ νὰ γίνει αὐτὸ μὲ ἀσφάλεια. Συνήθως χρειάζεται νὰ τὰ κρατοῦν στὴ δεξιὰ ἀγκαλιά τους, κρατώντας σταθερὰ ἐπάνω τους τὰ χεράκια καὶ τὰ ποδαράκια τους.
· Ἂν τὰ παιδιὰ εἶναι σὲ ἡλικία ποὺ καταλαβαίνουν, εἶναι ἀδιανόητο νὰ ἐξαναγκάζονται στὴ θεία κοινωνία. Ἄν δὲν θέλουν νὰ κοινωνήσουν, ὀφείλουν οἱ γονεῖς νὰ τὸ σεβαστοῦν. Τὸ ὀρθότερο εἶναι, ἀκόμα καὶ ἂν τὰ συνοδεύουν κατὰ τὴν προσέλευση τους, νὰ τὰ ἀφήσουν νὰ βηματίσουν καὶ νὰ πλησιάσουν ἀπὸ μόνα τους τὸν ἱερέα, ἐκφράζοντας ἔτσι τὴν ἐλεύθερη ἐπιθυμία τους νὰ κοινωνήσουν.
· Δὲν φέρνουμε νὰ κοινωνήσουν παιδάκια ποὺ δὲν ἔχουν βαπτισθεῖ.
· Δὲν μποροῦν νὰ κοινωνήσουν ὅσοι δὲν εἶναι ὀρθόδοξοι χριστιανοί.
· Γιὰ νὰ κοινωνήσουμε, ὀφείλουμε νὰ εἴμαστε ἀπόλυτα νηστικοί τὴν ἡμέρα ἐκείνη. Δηλαδὴ, νὰ μὴ ἔχουμε φάει, οὔτε πιεῖ ἀπολύτως τίποτα ἀπὸ τὸ μεσονύκτιο ποὺ προηγήθηκε μέχρι την στιγμὴ ποὺ θὰ κοινωνήσουμε.
· Γιὰ τὸ πόσο συχνὰ θὰ κοινωνοῦμε καὶ πῶς θὰ προετοιμαζόμαστε καλύτερα γιὰ τὴ θεία κοινωνία, ρωτοῦμε τον πνευματικό μας πατέρα.
π. Ἠ. Κ.
Σάββατο 16 Απριλίου 2011
Παρασκευή 15 Απριλίου 2011
Φιλία: η ανθρώπινη ανάγκη
Φιλία: η ανθρώπινη ανάγκη
«Όταν έφτασα στην Τρωάδα για να κηρύξω το ευαγγέλιο του Χριστού
αν και μου ήταν ευνοϊκές οι περιστάσεις για το έργο του Κυρίου, δεν
μπορούσα να ησυχάσω, γιατί δε συνάντησα εκεί τον αδερφό μου
τον Τίτο. Γι’ αυτό, λοιπόν, τους αποχαιρέτησα κι έφυγα για τη Μακεδονία».
(Β΄ Κορ.2,12-13)
Παρόλο ότι ο χώρος της Τρωάδας ήταν εύφορος «του ακούσαι λόγον Κυρίου», ο Απόστολος Παύλος εγκαταλείπει το έργο και φεύγει.
Ασφαλώς η ενέργειά του αυτή δεν δείχνει υποτίμηση στην κηρυκτική και αποστολική του διακονία χάρη ατομικής ανάγκης, αλλά τη δύναμη που μπορεί να έχει στο έργο του Κυρίου η ανθρώπινη σχέση.
Φαίνεται πως η σχέση του Αποστόλου Παύλου με τον Τίτο δεν ήταν μια απλή σχέση στα όρια δασκάλου-μαθητή αλλά μια καρδιακή σχέση φιλίας που γινόταν και για τους δύο πηγή ζωής και έμπνευσης.
Η φιλία, ως βαθειά γνωριμία και επικοινωνία μεταξύ δύο ανθρώπων, υπερβαίνει το επίπεδο της αλληλοβοήθειας σε δύσκολες στιγμές και γίνεται σημαντική για τον καθένα, εφόσον δίνει την αίσθηση ότι αξίζει για τον άλλο και ότι έχει σημασία γι’ αυτόν. «Οι πιο θλιβεροί άνθρωποι είναι εκείνοι που τελειώνουν τις μέρες τους χωρίς φιλίες, χωρίς να γνωρίσουν στενότερα κάποιον και ν’ αγαπηθούν» (Από το βιβλίο «Όρια ζωής»).
Ο π. Φιλόθεος Φάρος στο βιβλίο του «Η αλλοίωση του Χριστιανικού ήθους» γράφει:«Ο άνθρωπος υπάρχει πραγματικά στο ποσοστό που συναντά τον άλλο με γυμνή ψυχή και μοιράζεται μαζί του τα πιο βαθειά του αισθήματα, είτε αυτά είναι απόγνωση, αμφιβολία, ανασφάλεια, είτε είναι στοργή και τρυφερότητα. Μόνο όταν μοιράζεται με τον άλλο τα βαθύτερά του βιώματα, αρνητικά ή θετικά, κοινωνεί με τον άλλο και η ανάγκη της κοινωνίας με τον άλλο δεν είναι μια ανάγκη αλλά είναι η ανάγκη».
Ασφαλώς ο άνθρωπος που δεν ολοκληρώθηκε στην ανθρώπινη αγάπη και επικοινωνία, δεν θα μπορέσει ν’ αγαπήσει και να κοινωνήσει τέλεια το Θεό. Η ενανθρώπιση του Θεού μας μαρτυρά πως προσέλαβε όλα τα ανθρώπινα και τ’ αγίασε. Η τελειότητα της ανθρώπινης φύσης του Χριστού, δείχνει πως έζησε τη ζωή μας σ’ όλες τις πτυχές της, χωρίς όμως αμαρτία που διαστρεβλώνει και χαλά την ομορφιά της ζωής.
Η προπτωτική κατάσταση του Αδάμ και της Εύας, έγινε η φυσιολογική συμπεριφορά του Χριστού και των αγίων Του. «Όποιος είχε την αγαθή τύχη να συναντήσει ένα ΄Αγιο – όχι σαν οπτασία, αλλά σαν άνθρωπο απλό και καθημερινό – δεν μπορεί να πιστέψει ότι υπάρχει «φυσικότερο» χαρακτηριστικό για τον άνθρωπο από την αγιότητα»(Αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας Στυλιανός).
Το Ευαγγέλιο μας μιλά για τη φιλία του Χριστού και του Λαζάρου. Μας αναφέρει γι’ αυτήν, όταν ήδη ο Λάζαρος πέθανε. Ωστόσο ο φίλος του τον σώζει από το θάνατο...Για να φανερώνει τη δυναμική της αληθινής φιλίας.
Στα όρια της υπαρξιακής αγωνίας, της απόγνωσης και απογοήτευσης, της μοναξιάς ως εμπειρίας θανάτου, η παρουσία του φίλου γίνεται ζωοποιός. Μας βγάζει από τ’ αδιέξοδα του εαυτού μας και μας ελευθερώνει από την κλεισούρα της εγωκεντρικότητας.
Βέβαια, όπως όλα τα ανθρώπινα, και η φιλία έχει τα στοιχεία της ατέλειας. Η Χάρις του Θεού, που με την επιθυμία των φίλων, έρχεται και διαποτίζει τη σχέση, έχει τη δύναμη «να θεραπεύει τα ασθενή και ν’ αναπληρώνει τα ελλείποντα». Έτσι η φιλία μπορεί να συνεχιστεί και πέραν του τάφου κατά το μέτρον που οι φίλοι ενωθήκαν εν Πνεύματι Αγίω. Η συνάντησή τους «εν τη εσχάτη ημέρα» με το Χριστό πρόσωπο προς πρόσωπο, θα τελειοποιήσει τη σχέση, και μαζί με τον όντως Φίλο και τους φίλους του Φίλου θα ζήσουν την αιώνια χαρά της κοινωνίας των προσώπων.
Από την πόλη του φίλου του Χριστού,
π. Ανδρέας Αγαθοκλέους