Ἐνανθρώπηση καὶ καταλλαγὴ
ἢ ἀρχεγόνου συκοφαντίας ἀναίρεσις
π. Ἠλία Κουτραφούρη
«Καὶ εἶπεν ὁ ὄφις τῇ γυναικί· Τὶ ὅτι εἶπεν ὁ Θεὸς οὐ μὴ φάγητε ἀπὸ παντὸς ξύλου τοῦ Παραδείσου; Καὶ εἶπεν ἡ γυνὴ τῷ ὄφει· ἀπὸ καρποῦ τοῦ ξύλου τοῦ παραδείσου φαγούμεθα. Ἀπὸ δὲ τοῦ καρποῦ τοῦ ξύλου, ὅ ἐστὶ ἐν μέσῳ τοῦ Παραδείσου, εἶπεν ὁ Θεός, οὐ φάγεσθε ἀπ΄ αὐτοῦ, οὐδὲ μὴ ἄψεσθε αὐτοῦ, ἵνα μὴ ἀποθάνητε. Καὶ εἶπεν ὁ ὄφις τῇ γυναικί· οὐ θανάτω ἀποθανεῖσθε. Ἤδει γὰρ ὁ Θεός, ὅτι ᾗ ἄν ἡμέρα φάγητε ἀπ’ αὐτοῦ, διανοιχθήσονται ὑμῶν οἱ ὀφθαλμοὶ καὶ ἔσεσθε ὡς θεοί, γινώσκοντες καλὸν καὶ πονηρόν» (Γεν. 3,3-3,6)
Ὁ σατανικὸς ψιθυρισμός, ὅτι ὁ Δημιουργὸς δὲν θέλει νὰ γίνει ὁ ἄνθρωπος ὅμοιός του θεὸς καὶ ἐξαπατᾶ αὐτὸν μὲ τὴν ἐντολὴ νὰ μὴ φάγῃ «ἀπὸ τοῦ καρποῦ τοῦ ἐν μέσω τοῦ παραδείσου ξύλου», δῆθεν γιὰ νὰ μὴν ἀποθάνῃ, παρουσίασε στοὺς νηπίους πρωτοπλάστους τὸ δῶρο τῆς ὕπαρξης ἐμπαιγμό, τὴν ἄσκηση τῆς ἐλευθερίας ἀπάτη, τὸν Θεὸ φθονερό, ὕπουλο, ἀνασφαλὴ δυνάστη, δικαίωμα τὴ δωρεά, ἀδικημένο τὸν ἑαυτό, περιττὴ τὴ χάρη, τὸ καθ’ ὁμοίωσιν φενάκη, ἀλυσίδα τὸν ὀμφάλιο λῶρο, ἰδιοκτησία τὸν περιβάλλοντα κόσμο, αὐτοθέωση τὴν αὐτοχειρία, ἐξευτελισμὸ τὴν ἀπὸ τοῦ Θεοῦ σωτηρία, ἀληθεύοντα εὐεργέτη τὸν ἀνθρωποκτόνο καὶ ἀείποτε ψεύτη συμβουλάτορα ὄφιν.
Ἡ ἀρχέγονος συκοφαντία κατὰ τοῦ Θεοῦ ὑπὸ τοῦ ἀρχεκάκου ἐχθροῦ, τοῦ ἀρχαίου πτερνιστοῦ, τοῦ καλουμένου καὶ ὄντος διαβόλου, εἰσχώρησε βαθιὰ στὴν πεπτωκυία φύση τοῦ προπάτορος Ἀδάμ. Ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ὡς στοργικοῦ πατρὸς διαθλᾶται ἔκτοτε ἐπὶ τοῦ στρεβλοῦ κατόπτρου τῆς πανανθρώπινης φαντασίας σὲ εἴδωλο στυγεροῦ δυνάστου, αἰμοδιψοῦς σαδιστοῦ, τυράννου χαιρεκάκου.
Τὰ «βήματα» τοῦ Θεοῦ «περιπατοῦντος ἐν τῷ παραδείσῳ τὸ δειλινὸν» τρομοκρατοῦν «τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ», οἱ ὁποῖοι σπεύδουν νὰ κρυφτοῦν «ἀπὸ προσώπου Κυρίου τοῦ Θεοῦ». Καμία δυνατότητα προσωπικῆς σχέσης. Ἡ στοργικὴ πατρικὴ φωνὴ «Ἀδάμ, ποῦ εἶ;» ἠχεῖ ἀπειλητικὰ καὶ ἐνεργοποιεῖ ὑπαρξιακοὺς ἀμυντικοὺς μηχανισμούς, ποὺ καθιστοῦν ἀδύνατη τὴν ἀποκατάσταση τῆς προσωπικῆς κοινωνίας.
Ὁ Θεὸς τῆς προσωπικῆς συνομιλίας καὶ ἐμπειρίας λησμονεῖται καὶ τὴ θέση του καταλαμβάνει ὁ θεὸς τῆς ἀνθρώπινης φαντασίας. Ἡ πνευματικὴ λήθη διαδέχεται τὸ σκοτασμὸ τοῦ νοός, τὴ ζόφωση τῶν νοερῶν ὀφθαλμῶν. Ὁ ἄνθρωπος δὲν βλέπει καὶ δὲν ἀκούει πλέον τὸν ζῶντα Θεό -«καίτοι γε (ὁ ζῶν Θεὸς) οὐκ ἀμάρτυρον ἑαυτὸν ἀφῆκεν ἀγαθοποιῶν, οὐρανόθεν...».[1] Ὁ θεὸς τῆς ἀνθρώπινης φαντασίας εἶναι ἕνας παραχαραγμένος θεός[2]. Εἶναι θεὸς τιμωρός, θεὸς καθὼς τονίσαμε κυρίως καὶ κατεξοχὴν φθονερός, θεὸς τοῦ φόβου, θεὸς τῆς ἐνοχῆς, θεός ἐμπνεύσεως ὄντως δαιμονικῆς. Εἶναι ἕνας θεὸς διαρκῶς «ἐχθραίνων».
Ἀπέναντι σὲ αὐτὸν τὸν «ἐχθραίνοντα», ἰδιότροπο, ὀργισμένο θεό, ἐγείρεται ὡς τεῖχος προστασίας τὸ «μεσότοιχον» τῆς θρησκείας. Ὀρμέμφυτη ἀνάγκη[3] γιὰ ἐξιλέωση τοῦ θείου, γιὰ συμμαχία μὲ τὸν ἂν καὶ μισητὸ πάντως πιὸ δυνατό, πρὸς πορισμὸν ἐλέγχου ἐπὶ τῶν στοιχείων τῆς φύσεως καὶ παντός ἄλλου ἀσταθμήτου, καὶ πρὸς ἀπώθηση τοῦ ἰλίγγου πρὸ τοῦ θανάτου καὶ τοῦ χάσκοντος μηδενός.
Τὸ θρησκευτικὸ «μεσότοιχον» εἶναι πάντως «φραγμός». Δὲν ἑνώνει. Χωρίζει. Τὸ ὑλικὸ ἀπὸ τὸ πνευματικό, τὴν ψυχὴ ἀπὸ τὸ σῶμα, τὸ φυσικὸ ἀπὸ τὸ ὑπερφυσικό, τὸ ἐπουράνιο ἀπὸ τὸ ἐπίγειο, τὸ ἀκάθαρτο ἀπὸ τὸ καθαρό, τὴ φύση ἀπὸ τὴ χάρη...[4] Οὐσιαστικὰ τὸ θρησκευτικὸ «μεσότοιχον» κρατάει σὲ ἀπόσταση ἀσφαλείας τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν σκιάχτρο-θεὸ καὶ διαχειρίζεται τὸ ἐν τῷ μεταξὺ «δοῦναι καὶ λαβεῖν».
Ἐπικρεμάμενη ἀπειλὴ πάντοτε παραμένει ὁ φανταζόμενος ἀπόμακρος θεός-φεουδάρχης ἢ «ἐχθραίνων» θεός.
Παρὰ τὶς φιλότιμες προσπάθειες τοῦ προφητάνακτος Δαβίδ, καὶ πάντων τῶν δικαίων καὶ προφητῶν, ὁ ἀληθινὸς Θεός, ὁ Θεὸς τοῦ Ἀβραάμ, ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσαάκ, ὁ Θεὸς τοῦ Ἰακώβ, ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραήλ, ὁ Θεὸς τῶν προσώπων, καὶ τῆς ἐμπειρίας, ὁ ψηλαφητὸς στὴν ἱστορία, δὲν θὰ δικαιωθεῖ «ἐν τοῖς λόγοις Του» καὶ δὲν θὰ νικήσει «ἐν τῷ κρίνεσθαι Αὐτόν». Ἡ διαβολὴ δὲν εἶναι εὔκολο νὰ ἀποδειχθεῖ καὶ νὰ ἀναιρεθεῖ.
Ἔπρεπε νὰ ἔλθη «τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου» καὶ νὰ ἀποκαλυφθεῖ ἡ «προαιώνιος θεία βουλὴ» γιὰ τὴ σάρκωση τοῦ Ὑιου τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ ξεσκεπαστεῖ ἡ δαιμονικὴ πλεκτάνη. Ὁ Θεὸς θέλει νὰ γίνει ὁ ἄνθρωπος θεός. Ὅσα ψιθύρισε «ὁ ὄφις τῇ γυναικὶ» καταδεικνύονται συκοφαντία φρικτή, ἀφοῦ Θεὸς «ἐνηνθρώπησεν, ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν»[5].
Δὲν εἶναι λοιπὸν ὁ Θεὸς ποὺ «ἐχθραίνει ἡμᾶς ἀλλ’ ἡμεῖς· Θεὸς γὰρ οὐδέποτε ἐχθραίνει»[6]. Τώρα ἀποκαλύπτεται ὁλοφάνερα ἡ ἀλήθεια. Ἡ ἐνανθρώπιση τοῦ Ὑιοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ εἶναι τὸ «μέγα καὶ ἀπόκρυφον μυστήριον», «τὸ μακάριον τέλος», «ὁ θεῖος σκοπός» γιὰ τὸν ὁποῖον ἐξαρχῆς δημιουργήθηκαν τὰ σύμπαντα[7]. Ἡ δημιουργία θὰ ὁλοκληρωνόταν μὲ τὴν ἐνανθρώπηση, μὲ τὴ θέωση ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ Ὑιοῦ καὶ Λόγου τῆς ἀνθρώπινης φύσης.
Ἡ μεγάλη ἀπροϋπόθετη ἔκπληξη ποὺ δὲν πρόλαβε νὰ μᾶς χαρισθεῖ, μᾶς δωρήθηκε παρὰ τὴν τραγωδία τῆς πτώσης καὶ τὴν ἀρχέγονο διαβολή, τὴν τόσο φρικτή. Διότι «Θεὸς ἐφανερώθη ἐν σαρκί»[8]. «Ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν καὶ ἐθεασάμεθα τὴν δόξαν αὐτοῦ, δόξαν ὡς μονογενοῦς παρὰ πατρός, πλήρης χάριτος καὶ ἀληθείας»[9]. Σ’ αὐτὸν ἀκούσαμε καὶ εἴδαμε καὶ ψηλαφίσαμε τὸν ἀληθινὸ Θεό[10], τὸν Θεὸ τῆς ἐμπειρίας ὄχι τῆς νοσηρῆς μας φαντασίας. Μὲ τὴν ἐνανθρώπισή Του ἐννοήσαμε τὸ μέγεθος τῆς προγενέστερης πλάνης[11]. «Αὐτὸς ἐστὶν ἡ εἰρήνη ἡμῶν». Αὐτὸς γκρέμισε «τὸ μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ» καὶ μᾶς προσήγαγε στὸν Θεὸ Πατέρα[12]. Αὐτὸς εἶναι «τὸ δένδρον τῆς ζωῆς, ἐξ οὗ φαγόντες ζήσομεν» καὶ δὲν θὰ πεθάνουμε ὅπως ὁ Ἀδάμ, τὸ ἀνυπόμονο, τὸ ἐπιπόλαιο, τὸ φαντασμένο, τὸ ἐγωκεντρικὸ παιδί...
[1] Πραξ. 14, 17.
[2] Πρβλ. π. Φιλόθεου Φάρου, Ἦθος ἄηθες, ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα 1993, σσ. 63-74.
[3] Πρβλ. Χρ. Γιανναρᾶ, Ἐνάντια στὴ θρησκεία, ἐκδ. Ἴκαρος, Ἀθήνα 2007, σσ. 11-18.
[4] Πρβλ. Alexander Schmeman, Γιὰ νὰ ζήσει ὁ κόσμος, μτφρ. Ζ. Λορεντζάτου, ἐκδ. Δόμος, Ἀθήνα 1986, σσ. 18-21, 138.
[5] Ἀθανάσιος ὁ Μέγας, Λόγος περὶ ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου καὶ τῆς διὰ σώματος πρὸς ἡμᾶς ἐπιφανείας αὐτοῦ, PG 25, 192.
[6] «Καταλλάγητε τῷ Θεῷ. Καὶ οὐκ εἶπεν καταλλάξατε ἑαυτοῖς τὸν Θεόν· οὐ γὰρ ἐκεῖνος ἐστὶν ὁ ἐχθραίνων, ἀλλ’ ὑμεῖς· Θεὸς γὰρ οὐδέποτε ἐχθραίνει». Ἰωάννης Χρυσόστομος, ΙΑ΄ Ὁμιλία εἰς τὴν Β΄ Πρὸς Κορ., PG 61, 473.
[7] «Τοῦτό ἐστι τὸ μέγα καὶ ἀπόκρυφον μυστήριον. Τοῦτό ἐστι τὸ μακάριον͵ δι΄ ὃ τὰ πάντα συνέστησαν τέλος. Τοῦτό ἐστιν ὁ τῆς ἀρχῆς τῶν ὄντων προεπινοούμενος θεῖος σκοπός͵ ὃν ὁρίζοντες εἶναί φαμεν προεπινοούμενον τέλος͵ οὗ ἕνεκα μὲν τὰ πάντα͵ αὐτὸ δὲ οὐδενὸς ἕνεκεν· πρὸς τοῦτο τὸ τέλος ἀφορῶν τὰς τῶν ὄντων ὁ θεὸς παρήγαγεν οὐσίας. Τοῦτο κυρίως ἐστὶ τὸ τῆς προνοίας καὶ τῶν προνοουμένων πέρας͵ καθ΄ ὃ εἰς τὸν θεὸν ἡ τῶν ὑπ΄ αὐτοῦ πεποιημένων ἐστὶν ἀνακεφαλαίωσις. Τοῦτό ἐστι τὸ πάντας περιγράφον τοὺς αἰῶνας καὶ τὴν ὑπεράπειρον καὶ ἀπειράκις ἀπείρως προϋπάρχουσαν τῶν αἰώνων μεγάλην τοῦ θεοῦ βουλὴν ἐκφαῖνον μυστήριον...». Ὁσ. Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, Πρὸς Θαλάσσιον περὶ διαφόρων ἀπόρων, PG 90, 621.
[8] Α΄ Τιμ., 3, 16 .
[9] Ἰω. 1, 14.
[10] Α΄ Ἰω. 1,1.
[11]«Καὶ αὐτὸς ἐφανέρωσεν ἑαυτὸν διὰ σώματος, ἵνα ἡμεῖς τοῦ ἀοράτου Πατρὸς ἔννοιαν λάβωμεν». PG 25, 192.
[12] Ἐφεσ. 2, 14-18.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου