Θέλω νὰ ξεσπάσω καὶ νὰ βγάλω ἀπὸ μέσα μου τὴ μεγάλη ὀργὴ ποὺ μὲ συνταράσσει.
Τὴ μεγάλη μου ὀργὴ ἐναντίον τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου, τοῦ ἐσχάτου ἐχθροῦ.
Ἐναντίον τοῦ ἐσχάτου ἐχθροῦ ποὺ μοῦ κρύβεται ὕπουλα παντοῦ, ποὺ ἀπειλεῖ ἀναιδῶς ἐμένα καὶ τοὺς ἀγαπημένους μου, τὰ ἀναρίθμητα πρόσωπα τῆς ἀνθρώπινης φύσης, τοὺς γνωστοὺς καὶ τοὺς ἀγνώστους μου, παγγενῆ τὸν Ἀδὰμ καὶ κάθε ὀμορφιά.
Καταγγέλλω τὴ φθορὰ καὶ τὸν θάνατο, τὸν ἔσχατο ἐχθρό καὶ ὅλη του τὴν ἀσχήμια.
Τοὺς μισῶ καὶ ποτὲ δὲν θὰ συμφιλιωθῶ μαζί τους.
Πότε δὲν θὰ λάβω οὔτε θὰ δώσω σὲ ἄλλους καταπραϋντικὰ αὐτῆς τῆς ἁγίας ὀργῆς.
Ἀπορρίπτω μετὰ βδελυγμίας τὰ πλατωνικά παυσίπονα. Τὰ σχετικὰ ἀναλγητικά καὶ ἠρεμιστικὰ τὰ ἐπιγραφόμενα χριστιανικὰ τὰ πετῶ μὲ ἀηδία στὰ σκουπίδια.
Θέλω νὰ βιώσω τὴν ὀδύνη τῆς ὕπαρξης.
Κανεὶς δὲν θὰ μὲ ὑποχρεώσει νὰ τὴν ἀπωθήσω.
Ἀφῆστε με νὰ θρηνήσω σὺν τῷ Χριστῷ τὸν φίλον Λάζαρον, τὸν τεταρταῖο καὶ ἤδη ὄζοντα, ἀρχετυπικὰ τὸν παναδάμ τυλιγμένο στὰ σουδάρια τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου, τοῦ ἐσχάτου ἐχθροῦ.
Πότε δὲν θὰ ἀντικρύσω ἀπαθῶς «ἐν τοῖς τάφοις κειμένην τὴν κατ’ εἰκόνα θεοῦ πλασθεῖσα ὠραιότητα, ἄμορφον, ἄδοξον, μὴ ἔχουσαν εἶδος».
Γιὰ τὴν ἀθανασία τῶν ψυχῶν ποτὲ δὲν θὰ φιλοσοφήσω.
Δὲν πουλῶ τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο.
Ἐγὼ προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν.
Καρτερῶ τὴν ὀμορφιὰ ποὺ θὰ σώσει τὸν κόσμο.
Μὲ τίποτε ἄλλο δὲν θὰ συμβιβασθῶ.
Δὲν θὰ βάλω ψυχρὸ νερὸ στὸ θεολογικὸ μου κρασί.
-Δὲν τὸ πίνω ποτὲ χλιαρό. Μόνο ζέον. Γιὰ νὰ εἶναι ἡ μέθη νηφάλιος-
Δὲν πουλῶ τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο μὲ κανένα ἀντάλλαγμα,
μὲ καμία νιρβάνα, μὲ καμία ψυχολογικὴ ἀταραξία καὶ εὐδαιμονία,
μὲ καμία εὐταξία καὶ εὐπείθια, μὲ κανένα ἠθικὸ δίδαγμα, μὲ κανένα ὠφέλημα.
Καταγγέλλω τὴ φθορὰ καὶ τὸν θάνατο, τὸν ἔσχατο ἐχθρό καὶ τὴν ἀσχήμια του, μὲ ὅλη μου τὴ δύναμη.
Τούς μισῶ στὸ ὄνομα τοῦ σταυρωθέντος καὶ ταφέντος καὶ ἀναστάντος
Ἰησοῦ Χριστοῦ,
τοῦ ὠραίου κάλλει παρά πάντας βροτούς.
π. Ἠ.Κ.