Ἐπειδὴ καὶ ἡ σκιὰ τῶν ἁγίων Ἀποστόλων ἐνεργοῦσε ὡς σημεῖο συνάντησης τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν πανσθενουργό Χάρη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ[1], δὲν θὰ ἦταν καθόλου ὑπερβολὴ νὰ ἰσχυρισθοῦμε ὅτι καὶ τὰ λόγια τῶν Ἀποστόλων καὶ ὅλων τῶν θεοφόρων ἀνδρῶν καὶ θεοπτῶν, μποροῦν νὰ ἐνεργήσουν μὲ ἀντίστοιχο τρόπο. Ὄχι διότι οἱ λέξεις (ὅπως καὶ οὔτε οἱ σκιές) ἔχουν ἀπὸ τὴ φύση τους ἰδιότητες μαγικὲς -ἄπαγε τῆς παγανιστικῆς πλάνης, ἀδελφέ!- ἀλλὰ διότι σὰν ὄχημα μᾶς μεταφέρουν ἕνα ἁγιασμένο βίωμα ἀποτυπωμένο σὲ ἁγιασμένο νόημα, ποὺ μπορεῖ νὰ ἀγγίξει τὸν νοῦ, νὰ φθάσει στὴ βαθεία καρδία καὶ νὰ τῆς μεταδώσει τὴν αἴσθηση τῆς Χάριτος.
Μὲ ἄλλα λόγια, τὸ ἁγιασμένο βίωμα γίνεται ἁγιασμένο νόημα καὶ ἐπιβαίνοντας στὸ κατάλληλο λεκτικὸ ὄχημα φθανει στὸ νοῦ καὶ στὴν καρδιά, ὅπου θὰ ἀποβιβασθεῖ, γιὰ νὰ βιωθεῖ ξανά, κατ’ ἀναλογίαν τῆς προσωπικῆς ἑκάστου προαιρέσεως καὶ φιλοπονίας.
Γιὰ τοῦτο λοιπὸν καὶ ἡ τόση ἐπιμονὴ τῶν ἐπιτελούντων ἁγιοσύνην στὴ συνεχὴ μελέτη καὶ ἀκρόαση τῶν θείων καὶ ἱερῶν λογίων!
Γιὰ τοῦτο ἐπίσης καὶ τὸ φαινόμενο τῆς ἐπανάλειψης καθιερωμένων φράσεων στὰ κείμενα τῶν ἱερῶν συγγραφέων γιὰ τὴν περιγραφὴ τῶν κοινῶν βιωμάτων!
Στὶς σκέψεις αὐτές μὲ ὁδήγησαν προχθές οἱ περίεργοι καὶ περιπολεύοντες συνειρμοί μου. Ὅλα ξεκίνησαν ἀπο μιὰ «φράση-κλειδί», χαρακτηριστικὰ ἁγιογραφική, ποὺ ἐπιπολάζει στὰ ἁγιοπατερικά, ἐξόχως στὰ νηπτικά, συγγράματα περί προσευχῆς[2] και κυριαρχεῖ περίβλεπτα στὰ κείμενα της θείας λατρείας[3].
«Κατενώπιον Θεοῦ». «Ἐνώπιον Θεοῦ». «Κατενώπιον τῆς ἁγίας δόξης Αὐτοῦ». «Κατενώπιον τῆς δόξης τοῦ ἁγίου θυσιαστήρίου Αὐτοῦ».
Ἐκφράσεις ἐκφραστικὲς τῆς προσωπικῆς συνάντησης τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ Θεοῦ. Μεταδοτικὲς τῆς αἴσθησης τῆς παρουσίας, τῆς ἰσχύος καὶ τῆς ὡραιότητος Αὐτοῦ. Πλήρεις δέους καὶ γλυκασμοῦ.
Ἡ προσευχητική προφορά, ἀκρόαση, ἢ ἀνάγνωση τῶν ἱερῶν αὐτῶν λογίων, σὲ συνδυασμό μάλιστα μὲ τὴν προσευχητικὴ στάση τοῦ σώματος πρὸ τοῦ θυσιαστηρίου κατὰ τὸν καιρὸ τῆς θείας λατρείας, μποροῦν νὰ ἀνακαινίσουν καθολικὰ τὴν ἀνθώπινη ὕπαρξη διανοίγοντας τὸν πυρήνα της στὴν ἄκτιστη ἐνέργεια τῆς θείας Χάριτος[4].
Αὐθαίρετη ὑπόθεση ἀλλὰ εὐλαβής: Ἀπὸ τότε ποὺ οἱ Ἑβδομήκοντα, μεταφραστὲς τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἐκ τοῦ ἑβραϊκοῦ πρωτοτύπου στὴν κοινὴ ἑλληνική, χρησιμοποίησαν τὴν λέξη «ἐνώπιον», γιὰ νὰ ἀποδώσουν σὲ λεκτικὸ σχῆμα τὴν ἐμπειρία τῆς προσωπικῆς συνάντησης τοῦ «ὄντως ὄντος» Θεοῦ μὲ τὸν θεόπτη Μωϋσῆ[5], κάτι ξεχωριστὸ συμβαίνει μὲ τὴ λέξη αὐτή.
Βεβαίως ἡ ἐτυμολογία της δὲν εἶναι τυχαία. Ἐτυμολογία ἑλληνικὰ ἀριστοτεχνική: παράγεται ἀπὸ τὴν πρόθεση «ἐν» καὶ τὴ λέξη «ὤψ» ποὺ σημαίνει τὰ μάτια, τὴν ὄψη, τὸ πρόσωπο. Ἡ μυστική της θεολογική δύναμη νομίζω εἶναι ἀκριβῶς αὐτή, τὸ ὅτι μπορεῖ νὰ βαστάσει στὴ δομή της τὸ βάρος τῆς ἔννοιας τοῦ «προσώπου»[6], τῆς τόσο θεμελιώδους γιὰ τὴν ὀρθόδοξη θεολογία, λατρεία καὶ ζωή.
Πάντως καὶ μόνη ἡ συγκλονιστική, ὁλιγόλογη, λιτή περιγραφὴ τῆς θεοπτίας τοῦ Μωϋσῆ θὰ ἀρκοῦσε γιὰ νὰ καθιερωθοῦν οἱ ὡς ἄνω ἐκφράσεις ὡς δηλωτικές τῆς αὐτῆς ἀνὰ τοὺς αἰώνας ἐμπειρίας, Προφητῶν καὶ Δικαίων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, Ἀποστόλων καὶ θεοφόρων Πατέρων τῆς Καινῆς καὶ «τῶν ἑπομένων αὐτοῖς»: τῆς πρόσωπο μὲ πρόσωπο («ἐνώπιος ἐνωπίῳ») μετὰ τοῦ Θεοῦ κοινωνίας.
Στὸ Ψαλτήρι, στὸ διαχρονικό αὐτὸ προσευχητάρι καὶ τῆς πνευματικῆς ζωῆς ἀλφαβητάρι, συλλαβίζουμε τὴν προσευχὴ ὡς «ἔκχυση τῆς δεήσεως ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπαγγελία τῆς θλίψεως ἐνώπιον Αὐτοῦ»[7], καὶ ψελλίζουμε τὸ «προορώμην τὸν Κύριον ἐνώπιον μου διαπαντός, ὅτι ἐκ δεξιῶν μου ἐστίν, ἵνα μὴ σαλευθῶ»[8] ὡς θεμελιώδη ἀρχή τῆς κατὰ Θεόν ζωῆς.
Στὰ ἀποφθέγματα πάλι των Νηπτικῶν καὶ Ἀσκητῶν διδασκόμαστε ὅτι τὸ «ἐνώπιον» στὴν προσευχή εἶναι τὸ «πᾶν», εἶναι ἡ οὐσία τῆς προσευχῆς, ποὺ κάνει προσευχὴ καὶ τὴ σιωπή καὶ τὴν προφέρει ἀδιάλειπτα ἀκόμα καὶ ὅταν ὁ λόγος δὲν μπορεῖ νὰ εἰπωθεῖ ἢ νὰ νοηθεῖ[9]. Ἐπιπλέον τὸ «ρίπτειν ἑαυτὸν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ», σύμφωνα πάντα μὲ τοὺς Νηπτικούς, εἶναι αὐτὸ ποὺ σώζει ἀπὸ τοὺς νοητοὺς ἐχθροὺς καὶ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, τὴν ὑπαρξιακὴ ἀστοχία καὶ τραγωδία[10].
Κατὰ τρόπο φυσικὸ λοιπόν, κατακλείεται τὸ ἀρθρίδιο τοῦτο τὸ πενιχρό μὲ ψαλμῲδηση στίχων τῆς τοῦ Ζαχαρίου ῳδῆς:
«Εὐλογητὸς Κύριος ὁ Θεός τοῦ Ἰσραήλ» ποὺ μᾶς ἀξιώνει «ἀφόβως ἐκ χειρός τῶν ἐχθρῶν ἡμῶν ῥυσθέντας , λατρεύειν αὐτῷ ἐν ὁσιότητι καὶ δικαιοσύνῃ ἐνώπιον αὐτοῦ πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς ἡμῶν»[11].
Ἀμήν.
Ἀμήν.
π. Ἠ. Κ.
[1] Πράξ. ε΄, 15
[2] «Εἰ οὖν θέλεις κατάνυξιν, ἄφες τὸ ἄσμα. Καὶ ὅτε ἵστασαι τὰς εὐχάς σου ποιῶν, ἐρευνάτω ὁ νοῦς σου τοῦ στίχου τὴν δύναμιν καὶ λογίζου ὅτι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ παρίστασαι τοῦ ἐτάζοντος καρδίας καὶ νεφρούς» (Ἀββὰς Σιλουανός). «... καὶ οὕτω πίπτει ἐπὶ πρόσωπον ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ μετὰ φρίκης ἀμυθήτου καὶ προσεύχεται» (ὅσιος Πέτρος ὁ Δαμασκηνός).
[3] «Ὁ Θεὸς ὁ ἅγιος... ὁ κατηξιώσας ἡμᾶς τοὺς ταπεινούς καὶ ἀναξίους δούλους σου καὶ ἐν τῇ ὥρα ταύτῃ στῆναι κατενώπιον τῆς δόξης τοῦ ἁγίου σου θυσιαστηρίου» (Εὐχὴ τοῦ τρισαγίου). «Καὶ καταξίωσον ἡμᾶς εὐρεῖν χάριν ἐνώπιόν σου...» (Εὐχὴ τῆς προσκομιδῆς Ιωάννου Χρυσοστόμου). «... ἵνα ἀκατακρίτως στάντες ἐνώπιον τῆς ἁγίας δόξης σου, προσάγωμεν σοι θυσίαν αἰνέσεως» (Εὐχὴ πιστῶν α΄, Μ. Βασιλείου). «Ὁ Θεὸς... ὁ στήσας ἡμᾶς τοὺς ταπεινοὺς καὶ ἁμαρτωλοὺς καὶ ἀναξίους δούλους σου κατενώπιον τῆς ἁγίας δόξης σου λειτουργεῖν τῷ ἁγίῳ σου θυσιαστηρίῳ» (Εὐχὴ πιστῶν β΄, Μ. Βασιλείου).
[4] «Ζῶν γὰρ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ ἐνεργὴς καὶ τομώτερος ὑπὲρ πᾶσαν μάχαιραν δίστομον καὶ διϊκνούμενος ἄχρι μερισμοῦ ψυχῆς τε καὶ πνεύματος, ἁρμῶν τε καὶ μυελῶν, καὶ κριτικὸς ἐνθυμήσεων καὶ ἐννοιῶν καρδίας» (Πρὸς Ἑβραίους, δ΄ 12).
[5]«Καὶ ἐλάλησεν Κύριος πρὸς Μωϋσῆν ἐνώπιος ἐνωπίῳ, ὡς εἴ τις λαλήσει πρὸς τὸν ἑαυτοῦ φίλον...» (Ἔξοδος λγ΄, 11).
[6] Ἄλλωστε καὶ ἡ ἴδια ἡ λέξη πρόσωπο ἐτυμολογεῖται παραπλησίως ἀπὸ τὴν πρόθεση «πρὸς» καὶ τὸ οὐσιαστικὸ «ὤψ».
[7] Ψαλμ. 141, 3.
[8] Ψαλμ. 15, 8.
[9] «Ὅτε δὲ πλέον ἐβαρήθη (εἰς τοιαύτην γὰρ ἀσθένειαν ἦλθεν, ὥστε ἐν σινδόνι βαστάζεσθαι), λέγει αὐτῷ: Πῶς ἡ εὐχή, Δοσίθεε; Τότε λέγει: Συγχώρησον, κῦρι, οὐκ ἔτι ἰσχύω κρατῆσαι αὐτήν. Λέγει αὐτῷ: Οὐκοῦν ἄφες τὴν εὐχήν. Μόνον δὲ μνημόνευε τοῦ Θεοῦ καὶ κατανόει αὐτὸν ὡς ὄντα ἐνώπιόν σου» (Ἀββᾶ Δωροθέου, Περὶ τοῦ Ἀββᾶ Δοσιθέου).
[10] «Ὅστις δὲ γρηγορεῖ περὶ τοῦ μὴ αἰχμαλωτισθῆναι ὑπὸ τῆς ἁμαρτίας, ἀγαπᾶ τὸ παραρίπτειν ἑαυτὸν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ἀεί» (Ἀββᾶς Ἠσαΐας). «Ἀδελφός ἠρώτησε τὸν ἀββᾶν Ἀγάθωνα περὶ τῆς πορνείας. Καὶ λέγει αὐτῷ: Ὕπαγε, ρίψον ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ τὴν ἀδυναμίαν σου καὶ ἕξεις ἀνάπαυσιν» (Ἀββᾶς Ἀγάθων). «Ἀδελφὸς ἠρώτησε τὸν ἀββᾶν Ποιμένα διὰ τὰς τῶν λογισμῶν ἐπηρείας. Καὶ λέγει αὐτῷ ὁ γέρων: Τοῦτο τὸ πρᾶγμα ἕοικεν ἀνδρὶ ἔχοντι πῦρ ἐξ εὐωνύμων καὶ κρατῆρα ὕδατος ἐκ δεξιῶν. Ἑὰν οὗν ἀφθῆ τὸ πῦρ, λάβῃ ἐκ τοῦ κρατῆρος τὸ ὕδωρ καὶ σβέσῃ αὐτό. Τὸ πῦρ ἐστιν ὁ σπόρος τοῦ ἐχθροῦ, τὸ δὲ ὕδωρ τὸ ρίψαι ἑαυτόν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ» (Ἀββᾶς Ποιμήν).
[11] Λουκ. α΄, 73-75.
[2] «Εἰ οὖν θέλεις κατάνυξιν, ἄφες τὸ ἄσμα. Καὶ ὅτε ἵστασαι τὰς εὐχάς σου ποιῶν, ἐρευνάτω ὁ νοῦς σου τοῦ στίχου τὴν δύναμιν καὶ λογίζου ὅτι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ παρίστασαι τοῦ ἐτάζοντος καρδίας καὶ νεφρούς» (Ἀββὰς Σιλουανός). «... καὶ οὕτω πίπτει ἐπὶ πρόσωπον ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ μετὰ φρίκης ἀμυθήτου καὶ προσεύχεται» (ὅσιος Πέτρος ὁ Δαμασκηνός).
[3] «Ὁ Θεὸς ὁ ἅγιος... ὁ κατηξιώσας ἡμᾶς τοὺς ταπεινούς καὶ ἀναξίους δούλους σου καὶ ἐν τῇ ὥρα ταύτῃ στῆναι κατενώπιον τῆς δόξης τοῦ ἁγίου σου θυσιαστηρίου» (Εὐχὴ τοῦ τρισαγίου). «Καὶ καταξίωσον ἡμᾶς εὐρεῖν χάριν ἐνώπιόν σου...» (Εὐχὴ τῆς προσκομιδῆς Ιωάννου Χρυσοστόμου). «... ἵνα ἀκατακρίτως στάντες ἐνώπιον τῆς ἁγίας δόξης σου, προσάγωμεν σοι θυσίαν αἰνέσεως» (Εὐχὴ πιστῶν α΄, Μ. Βασιλείου). «Ὁ Θεὸς... ὁ στήσας ἡμᾶς τοὺς ταπεινοὺς καὶ ἁμαρτωλοὺς καὶ ἀναξίους δούλους σου κατενώπιον τῆς ἁγίας δόξης σου λειτουργεῖν τῷ ἁγίῳ σου θυσιαστηρίῳ» (Εὐχὴ πιστῶν β΄, Μ. Βασιλείου).
[4] «Ζῶν γὰρ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ ἐνεργὴς καὶ τομώτερος ὑπὲρ πᾶσαν μάχαιραν δίστομον καὶ διϊκνούμενος ἄχρι μερισμοῦ ψυχῆς τε καὶ πνεύματος, ἁρμῶν τε καὶ μυελῶν, καὶ κριτικὸς ἐνθυμήσεων καὶ ἐννοιῶν καρδίας» (Πρὸς Ἑβραίους, δ΄ 12).
[5]«Καὶ ἐλάλησεν Κύριος πρὸς Μωϋσῆν ἐνώπιος ἐνωπίῳ, ὡς εἴ τις λαλήσει πρὸς τὸν ἑαυτοῦ φίλον...» (Ἔξοδος λγ΄, 11).
[6] Ἄλλωστε καὶ ἡ ἴδια ἡ λέξη πρόσωπο ἐτυμολογεῖται παραπλησίως ἀπὸ τὴν πρόθεση «πρὸς» καὶ τὸ οὐσιαστικὸ «ὤψ».
[7] Ψαλμ. 141, 3.
[8] Ψαλμ. 15, 8.
[9] «Ὅτε δὲ πλέον ἐβαρήθη (εἰς τοιαύτην γὰρ ἀσθένειαν ἦλθεν, ὥστε ἐν σινδόνι βαστάζεσθαι), λέγει αὐτῷ: Πῶς ἡ εὐχή, Δοσίθεε; Τότε λέγει: Συγχώρησον, κῦρι, οὐκ ἔτι ἰσχύω κρατῆσαι αὐτήν. Λέγει αὐτῷ: Οὐκοῦν ἄφες τὴν εὐχήν. Μόνον δὲ μνημόνευε τοῦ Θεοῦ καὶ κατανόει αὐτὸν ὡς ὄντα ἐνώπιόν σου» (Ἀββᾶ Δωροθέου, Περὶ τοῦ Ἀββᾶ Δοσιθέου).
[10] «Ὅστις δὲ γρηγορεῖ περὶ τοῦ μὴ αἰχμαλωτισθῆναι ὑπὸ τῆς ἁμαρτίας, ἀγαπᾶ τὸ παραρίπτειν ἑαυτὸν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ἀεί» (Ἀββᾶς Ἠσαΐας). «Ἀδελφός ἠρώτησε τὸν ἀββᾶν Ἀγάθωνα περὶ τῆς πορνείας. Καὶ λέγει αὐτῷ: Ὕπαγε, ρίψον ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ τὴν ἀδυναμίαν σου καὶ ἕξεις ἀνάπαυσιν» (Ἀββᾶς Ἀγάθων). «Ἀδελφὸς ἠρώτησε τὸν ἀββᾶν Ποιμένα διὰ τὰς τῶν λογισμῶν ἐπηρείας. Καὶ λέγει αὐτῷ ὁ γέρων: Τοῦτο τὸ πρᾶγμα ἕοικεν ἀνδρὶ ἔχοντι πῦρ ἐξ εὐωνύμων καὶ κρατῆρα ὕδατος ἐκ δεξιῶν. Ἑὰν οὗν ἀφθῆ τὸ πῦρ, λάβῃ ἐκ τοῦ κρατῆρος τὸ ὕδωρ καὶ σβέσῃ αὐτό. Τὸ πῦρ ἐστιν ὁ σπόρος τοῦ ἐχθροῦ, τὸ δὲ ὕδωρ τὸ ρίψαι ἑαυτόν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ» (Ἀββᾶς Ποιμήν).
[11] Λουκ. α΄, 73-75.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου